Thursday, May 25, 2006

Πενηνταδώδεκα σταγόνες που χορεύουν και πηδάνε

Σε ένα μικρό λεωφορείο γεμάτο με δέκα παιδιά, ηλικίας 11-13, με την Ασπασία, στον ρόλο του βοηθού, και εμένα στον ρόλο του αρχηγού αποστολής να ταξιδεύουμε για κατασκήνωση στα βουνά. Πίσω μας σέρναμε ένα κάρο γεμάτο μπαγκάζια. Στις λακκούβες του χωματόδρομου κοιτούσαμε ενστικτωδώς όλοι πίσω μην τυχόν μας έπεσε καμιά βαλίτσα.
Τα μικρά, μας πήραν τα αυτιά με τα τραγούδια τους σε όλη την διαδρομή. Ήμουν χαρούμενη αλλά και αγχωμένη. Η ευθύνη που είχα αναλάβει ήταν μεγάλη.
Η υπαρχηγός στον ρόλο της αρχηγού.

Φτάσαμε μεσημέρι στην περιοχή Κόρπους Βροντερού, όπου υπάρχουν οι πηγές για το νερό Κορπή. Μία ώρα δρόμο από τα Τρίκαλα. Ερημιά. Βουνό, δέντρα ψηλά, χωματόδρομος. Και να! Ένα ξέφωτο, χρωματιστές σκηνές, παιδιά και μεγάλοι να τρέχουν και να μας καλωσορίζουν.

Η προετοιμασία μιας κατασκήνωσης είναι πολύ δύσκολη δουλειά. Πρέπει να στηθούν οι μεγάλες στρατιωτικές σκηνές (φαρμακείο, αποθήκες φαγητού, εστιατόρια) και οι δικές μας οι μικρές πριν το σούρουπο.
Φανταστείτε 130 μικρά παιδιά και άλλα 50 στελέχη (άνω των 18) χωρισμένοι σε 3 υποκατασκηνώσεις. Ξέρεις τι είναι να στήνεις σκηνές για τόσα άτομα; Άσε να μην μάθεις...

Το βράδυ είχαμε μια μεγάλη έκπληξη. Το κρύο. Μππρρρ.
Μάλλον δεν τα είχαμε υπολογίσει σωστά τα πράγματα. Ιούλιος στο βουνό και όμως ο καιρός ήταν χειμωνιάτικος. Που πας κυρία μου με τα τιραντέ και τα πεδιλάκια;
Το πρώτο βράδυ όπως και τα υπόλοιπα ντύθηκα κρεμμύδι.
Αθλητική φόρμα, τζιν παντελόνι, 2 ζευγάρια κάλτσες, φανελάκι, 2 κοντομάνικες, ένα φούτερ, μια ζακέτα, τυλιγμένη σε μια μεγάλη πετσέτα και μετά στο σλίπινγκ μπάγκ σαν πίτα λουκάνικο με απ' όλα.
Δράμα, δεν κοιμήθηκα όλη νύχτα.

Η Δράμα, η Πάτρα, τα Γιάννενα ...αχ δεν θυμάμαι άλλους... αποτελούσαν την δική μας υποκατασκήνωση που ονομαζόταν "Κίνα- η χώρα των ανθισμένων λουλουδιών" ή κάτι τέτοιο, δεν θυμάμαι γέρασα.
Εγώ κληρώθηκα να έχω το όνομα "Γεν Βάγκ- η θεά του θανάτου". Προφητικό όνομα, δυστυχώς.

Η δεύτερη μέρα σε μια κατασκήνωση είναι δύσκολη επίσης. Έπρεπε να στήσουμε και να σκάψουμε επιπλέον τουαλέτες, να κουβαλήσουμε νερό από διπλανή πηγή, να σκάψουμε γύρω από τις σκηνές για ασφάλεια σε περίπτωση βροχής... γενικά έχει πολύ σκάψιμο.
Την τρίτη μέρα αρχίζουμε να περνάμε καλά και να απολαμβάνουμε. Την τέταρτη μέρα ξεκινάει το σφίξιμο. Την πέμπτη όλοι υποφέρουν. Δεν είχε πάει κανείς τουαλέτα. Αρχίσαμε να μοιράζουμε "καραμέλες" για να φτάσουμε και στην έκτη μέρα. Δράμα σας λέω, δράμα.

Λόγω υψομέτρου μας άνοιγε συνέχεια η μύτη. Τα μαλλιά μας είχαν γίνει ράστα, αρχίσαμε να βρωμάμε. Το νερό ήταν παγωμένο για να κάνουμε μπάνιο. Γεμίζαμε πλαστικά μπουκάλια και τα αφήναμε στον ήλιο μήπως και ζεσταθούν. Τα δόντια μας πλέναμε και φοβόμασταν μην γίνουν θρύψαλα.
Τα μικρά να θέλουν συνέχεια παιχνίδια και περιπάτους, τα τσιγάρα να τελειώνουν. Ο μικρός Γιαννάκης να έχει ερωτευτεί την Χριστινούλα και να είναι απαρηγόρητος γιατί δεν έβρισκε ανταπόκριση. Ένα άλλο ζευγάρι (ξεπεταγμένο για την ηλικία του) να πίνει κρυφά μπύρες-που σκατά τις βρήκανε-και να κρύβεται στο δάσος. Και μιας και "τα" ανέφερα κανείς να μην έχει πάει ακόμα τουαλέτα. Δράμα...

Το κρύο τα βράδια ήταν ανυπόφορο και η αγωνία μην τυχόν αρρωστήσει κανένα παιδάκι ήταν μεγάλη. Το συμβούλιο της υποκατασκήνωσης συνεδρίαζε κάθε βράδυ αργά για να αξιολογήσει- βεβαίως βεβαίως- την μέρα που πέρασε και να προγραμματίσει την μέρα που θα έρθει. Κοινώς να πίνουμε κονιάκ, μπύρες, τσίπουρο και να τρώμε σταφίδες και αποφάγια.
Επειδή τα λαμόγια μιας άλλης υποκατασκήνωσης προλαβαίνανε πάντα την σκηνή του εστιατορίου εμείς την βγάζαμε κάτω από ένα αντίσκηνο, στριμωγμένοι ο ένας πάνω στον άλλο και τουρτουρίζοντας.
Ο Ανδρέας από την Πάτρα (δεν έχω γνωρίσει πιο φιλότιμο και ευγενικό παιδί) κάθε βράδυ όταν πήγαινε για ύπνο μου έφερνε τον μπουφάν του. "Για να βγάλεις την νύχτα" μου έλεγε.
Το φορούσα και μου μάζευε τα μανίκια που μου ήταν μεγάλα.

Σε ένα διπλανό ξέφωτο οργανώσαμε ένα μεγάλο παιχνίδι. Τα δικά μας τα κατσίκια τρέχανε και χοροπηδούσαν μέχρι που εμφανίστηκε ένα κοπάδι με πραγματικά κατσίκια. Τα μικρά χέστηκαν από το φόβο τους. Επιτέλους! Αλληλούια!
Σε κάποιο σημείο του παιχνιδιού έπρεπε να τρέξω μια μεγάλη απόσταση, να περάσω πίσω από κάποιους θάμνους και μετά... δεν θυμάμαι τι έπρεπε να κάνω γιατί πίσω από τον θάμνο έπεσα μούρη με μούρη με ένα κατσίκι ίσα με το μπόι μου (καλά... δεν είμαι και το πρώτο μπόι).
Σοκαρίστηκα. Με κοίταξε, το κοίταξα, με ξανακοίταξε, το ξανακοίταξα και το έβαλα στα πόδια. Για λίγα μέτρα με κυνήγησε, μετά θα σκέφτηκε "άντε μωρή κοντή κατσίκα που θα σε κυνηγήσω κιόλας". Ήταν πολύ όμορφος για γίδι πάντως.

Στις 20 Ιουλίου μας είχαν καλεσμένους σε διπλανό χωριό για το πανηγύρι. Μας τάισαν γίδα βραστή, ελπίζω να μην έφαγα τον γλυκούλη μου, και μας πότισαν παγωμένες μπύρες. Τα μικρά, τι ανάγκη είχαν, το έριξαν στον χορό και στο φαγητό. Όταν ήρθε η ώρα της επιστροφής αγανακτήσαμε. Έπρεπε να περπατήσουμε πάνω από μία ώρα σε ανηφορικό δρόμο.
Στα μέσα της διαδρομής μου τελείωσε το νερό, δεν έχω τίποτα χειρότερο. Περίμενα πως και πως να φτάσουμε στην πηγή κάτω από την κατασκήνωση.
Τα σκασμένα μέχρι τότε ακόμα τραγουδούσαν.
Μετά την τελική ανηφόρα άρχισε ένας δρόμος γύρω στα 800 μέτρα και στο τέλος του η πηγή. Είχα βάλει στόχο. Δεν κοιτούσα τίποτα άλλο. Μόνο την πηγή.
Εκατό μέτρα πριν φτάσω άκουσα από μακριά να με φωνάζουν οι υπόλοιποι που είχαν ξεμείνει πιο πίσω. Η Κατερίνα (ένα παιδί της δικής μου ομάδας, από Γιάννενα) είχε λιποθυμήσει.
Δεν ξέρω πως, με τι δυνάμεις άρχισα να τρέχω προς το μέρος τους. Όλο έτρεχα και όλο δεν έφτανα. Αφού συνήλθε την πήρα στην πλάτη μου και την πήγα στην πηγή. Είχα ξεχάσει πως διψούσα, πως ήμουν κουρασμένη, πως έκαιγε το κεφάλι μου από τον ήλιο. Το μόνο που σκεφτόμουν ήταν να συνέλθει το παιδί. Μετά μπορεί να ήπια και τρία λίτρα νερό.

Μία ώρα αργότερα τα πιτσιρίκια κοιμόντουσαν για μεσημέρι και εμείς τα μεγαλοστελέχοι καθόμασταν στον κορμό ενός πεσμένου δέντρου κάτω από πυκνή σκιά. Το τηλέφωνο μου χτύπησε. Εκείνη την στιγμή θα άλλαζε για πάντα η ζωή μου. Για πάντα.
-Σκοτώθηκε... τροχαίο...

Για αρκετά λεπτά ρωτούσα τους διπλανούς μου "μίλησα με κάποιον στο τηλέφωνο;" "πείτε μου, χτύπησε πριν λίγο το κινητό μου; τι ακούσατε; τι μου είπαν;"
Η μία αγκαλιά διαδέχονταν την άλλη. "Σουςςς ηρέμησε..."
Για να μην αναστατώσω τα παιδιά που θα με έβλεπαν σε αυτή την κατάσταση απομακρύνθηκα από την κατασκήνωση και έκλαψα όσο δεν έκλαψα ποτέ ξανά. Τα ουρλιαχτά μου έκαναν αντίλαλο στα βουνά.
Μάζεψα τα κομμάτια μου και άρχισα να κανονίζω την αναχώρηση μου. Θα έρχονταν οι γονείς μου στα Τρίκαλα να παραλάβουν το φάντασμα μου, έπρεπε να βρω αυτοκίνητο που θα με πήγαινε εκεί, να ειδοποιήσω για αντικαταστάτη που έπρεπε να έρθει την επόμενη μέρα (ο κλήρος έπεσε στην Άννα), να ενημερώσω την δική μου ομάδα για να μην ταραχτούν, να μην φοβηθούν που θα τους άφηνα, παιδάκια ήταν.

Εκείνο το απόγευμα ήρθαν ενισχύσεις από Αθήνα. Δύο καινούργια στελέχη που έφεραν μαζί τους βαλίτσες με ζεστά ρούχα. Ότι μπόρεσε ο καθένας να μαζέψει. Μοιράστηκαν στα παιδιά και στους μεγάλους. Ακόμα θυμάμαι τον Δημήτρη, 25αρης, ψηλός, γεροδεμένος να φοράει μια γυναικεία καπαρντίνα με φούξιες λεπτομέρειες στον γιακά και στα μανίκια. Ότι να' ναι, αρκεί να ζεσταθεί το κοκαλάκι μας.
Μοίρασα τα υπάρχοντα μου. Τα τσιγάρα,τις κάλτσες, το φούτερ και το σλίπινγκ μπάγκ.

Το βράδυ στον κύκλο της φωτιάς υπήρχε μια αναστάτωση. Είχε μαθευτεί πως θα έφευγα, χωρίς να ξέρουν τον λόγο. Ο Γιώργος, αρχηγός της υποκατασκήνωσης, ήξερε πως δεν είχα ακούσει ποτέ το τραγούδι του αποχαιρετισμού. Άρχισε να το τραγουδάει. Πολύ γρήγορα όλοι μου τραγουδούσαν
"... μια μέρα θα ξανασυναντηθούμε..."

Τους ευχαρίστησα για τις υπέροχες μέρες που περάσαμε μαζί (και ας λέω εγώ "δράμα") και τους είπα πως θα ήθελα να τους φιλήσω έναν-έναν αλλά είναι και "πενηνταδώδεκα σταγόνες που χορεύουν και πηδάνε".
Σηκώθηκαν όλοι με μιας και με γέμισαν με φιλιά και αγκαλιές. Με γέμισαν με δύναμη.
Όταν απομακρυνόμουν τα άκουγα να μου τραγουδούν:
"πενηνταδώδεκα σταγόνες που χορεύουν και πηδάνε
πενηνταδώδεκα σταγόνες που χορεύουν και πηδούν"

Μην με ρωτήσετε τι σημαίνει, είναι συνθηματικό.
Βρε τα παλιοκάτσικα... τα θυμήθηκα χθες βράδυ από μια συζήτηση που είχα.
Να' ναι καλά.

9 comments:

Anonymous said...

Den milas gia ton Dimitri L., are you?

K.

alex said...

χμ..όχι, Δημήτρης Α.

alex said...

βρε καλώς την!!!
τα ξέρεις τα μυστικά βλέπω!

το συνθηματικό δεν είναι οι σταγόνες αλλά το "πενηνταδώδεκα" ;)

(sta mikra legame oti exoule siskepsi)
ναι ναι... έτσι έτσι...

Anna said...

Αχ βρε Αλεξ, ησουν ο καλυτερος υπαρχηγος που ειχα ποτε μου! (μονο εναν ειχα αλλα λεμε τωρα :Ρ). Παλι καλα που εχω και σενα να μου τα θυμιζεις γιατι η δικη μου μνημη...

Η βραδυνη συσκεψη ηταν μακραν το καλυτερο κομματι... μπορει να ησουν πτωμα αλλα ηρεμουσαν επιτελους τα αυτια σου και χαλαρωνες απιστευτα (βοηθουσε και η μπυρα και οι προμηθειες που τσακιζαμε :).
Αλλα οντως σκωτσεζικο ντουζ το ποστ σου, παροτι ηξερα το τελος... στην αρχη με πιασαν τα γελια ετσι οπως τα περιγραφεις θεϊκα, ιδιως εκει με τα κατσικια... τι τρελοκομειο που εισαι ρε τρελοχημειο μου!!

alex said...

και εσύ η καλύτερη αρχηγός ever!

snikolas said...

Φαντάζομαι την Άννα αρχηγό… ω ρε μάνα μου τρομοκρατία…!

An-Lu said...

Η υπαρχηγός στον ρόλο της αρχηγού.

Το Γοργό Πουλί σε θέση Σοφού Πουλιού;
Ρε μπας και έχουμε συναντηθεί στον Όλυμπο '84;

alex said...

το '84 an-lu αποκλείεται, δεν ήμουν από παιδί τους οδηγούς
πήγα για πρώτη φορά όταν ήμουν ήδη στο πανεπιστήμιο (δυστυχώς)

Idάκι said...

Ευτυχώς που παρέμειναν οι όμορφες αναμνήσεις από την εκδρομή και δεν καταστράφηκε τελείως για σένα...

Φιλί, είχα μέρες να μπω στο χημείο και μου έλειψες.