Saturday, July 23, 2005

Αποχαιρετιστήριο

Φεύγω και πάω τελικά
Κεφαλονιά - Λευκάδα
Να μην ξεχάσω μάτια μου
στο μπαλκόνι την μπουγάδα

Πήρα μαζί αντηλιακό
ψάθες και καπέλα
και φως μου πάρε το κουτί
που βάζω την μασέλα.

Τα χάπια για την πίεση
και την χοληστερίνη
πάρε καλού κακού
και λίγη βαζελίνη.

Τα κινητά φορτίσανε
πήρες τους φορτιστές;
Όοοχι... γιατί αν ξεμείνουμε
μωρό μου εσύ θα φταις.

Βάλε στην πόρτα το κλειδί
και κάντο τρεις στροφές
γιατί άμα μας κλέψουμε
πάλι εσύ θα φταις!!!

Βάζω το μυαλό μου και το άγχος μου στο ρελαντί και φεύγουμε!!!

Ξέρω, ξέρω... καλά να περάσουμε και προσοχή στις κακοτοπιές.
Και στα δικά σας.

Friday, July 22, 2005

ΚουνουποΦεγγαράδα

Στην μια τσάντα τα σουβλάκια και οι μπύρες, καθόλου ρομαντικά, ίσως έπρεπε να φτιάξω κάτι πρόχειρο...μπριός με χαβιάρι, συκωτάκι πατέ και δυο τρία σπαράγγια δεμένα με άνηθο και για επιδόρπιο κρεμ μπουλέ.
Στην άλλη όλα τα απαραίτητα ρομαντικά αντικείμενα, κεριά, αντικουνουπικό στίκ, φενιστίλ...(τα φιδάκια βρε μωράκι...τα φιδάκια ξέχασες)

Για λίγη ώρα περιφερόμασταν με το αυτοκίνητο για να βρούμε την κατάλληλη παραλία, από όπου να μπορούμε να αγναντεύουμε το φεγγάρι. Συχνά πυκνά το χάναμε από τα μάτια μας, κρύβονταν από τα σύννεφα.
Αποφασίσαμε τελικά για την παραλία με βάσει την ταβέρνα, που βρίσκεται εκεί κοντά και πουλάει και παγωτά, παρά αν θα φαίνεται ή όχι το φεγγάρι.

Στρώσαμε τις ψάθες, τις πετσέτες και άναψα τα κεριά.
Το φεγγάρι ήταν ακριβώς απέναντι μας αλλά πίσω από μαύρα σύννεφα.
Ώρα να φάμε τα σουβλάκια μέχρι να εμφανιστεί.
Το φεγγάρι δεν έλεγε να φανεί ... φάγαμε και παγωτό.

Τα κεριά σβήσανε συνεχώς και εγώ επέμενα να τα ανάβω.
Μέχρι που τελείωσε ο αναπτήρας και δεν είχα φωτιά ούτε για τσιγάρα.
Μετά από εντατικό ψάξιμο βρήκα σπίρτα στην τσάντα μου, που τα χωράει όλα.

Κανένα ίχνος από κουνούπια.

Το φεγγάρι έβγαινε και κρυβόταν συνεχώς αλλά ήταν το τελευταίο που μας απασχολούσε.
Γέλια και πειράγματα, πειράγματα και γέλια.
Το φεγγάρι ήταν μόνο η αφορμή, τα φιλιά του το ζητούμενο.

Μια μικρή παρέα που έκατσε πιο δίπλα μας χάλασε λίγο την ατμόσφαιρα.
Αποφασίσαμε να μετακινηθούμε κάτω από ένα δέντρο για να μην φαινόμαστε πολύ.
Ψάθες, κεριά, μπύρες, μεταβολή και πάμε.

Στην αρχή ήταν το ίδιο όμορφα, μετά άρχισε ο εφιάλτης.
Πολλά ίχνοι από κουνούπια.
Επιδρομή μιας διμοιρίας κουνουπιών και σε τρία λεπτά ο Nick ευχόταν να είχε άλλα 4-5 χέρια για να ξύνεται.
Εγώ την γλίτωσα μόνο με δύο τσιμπήματα στα πόδια, γιατί αφενός ήμουν ξαπλωμένη και καλυμμένη από τον Nick και αφετέρου φορούσα ακόμα το μπλουζάκι μου.
Ψάθες, κεριά, μπύρες, ξανά μεταβολή και επιστροφή στο αρχικό σημείο.

Πήρα ένα κερί για να δω τα τσιμπήματα στην πλάτη του και να βάλω φενιστίλ.
Αντίκρισα σεληνιακό τοπίο, κρατήρες και υψώματα.
Τα παλιοκουνούπια δεν θα πήραν ανάσα... ρούφηξαν με μανία το γλυκό του αίμα.
"Πως είναι;"
"Νομίζω είναι ώρα να φύγουμε"
"Τόοοσο χάλια;"
"Και χειρότερα"

Φτάνοντας στο σπίτι το ένα του αυτί ήταν μεγαλύτερο από του Ντάμπο.
Καθώς έβαζα ξανά αλοιφή μέτρησα τα τσιμπήματα.
24
Χωρίς λόγια.

Ελπίζω τα σιχαμένα κουνούπια να έχουν βαρυστομαχιάσει και να ψάχνουν για μαλόξ.
Και ελπίζω να ρεύονται σουβλάκι για πολλές μέρες ακόμα.
Σιχαμένα κουνούπια ξεκάνατε το μωρό μου :(

Συμπέρασμα: μην πάτε κάτω από δέντρα ακόμα και αν σας παίρνουν μάτι.

Thursday, July 21, 2005

Μετράω τα λεφτά μου...

και τα βρίσκω λίγα.

Σάββατο ξημερώματα φεύγουμε για Κεφαλονιά.

Sparilious + sport Billy
Alex + Nick

Καμία κράτηση για καράβι, καμία κράτηση για δωμάτια.
Κανένα πλάνο, κανένα σχέδιο δράσης.

Ότι κάτσει.
Στην χειρότερη μας βλέπω να διανυκτερεύουμε σε παραλία.
Δεν με χαλάει.

Δεν έχω ξανάπαει, ούτε κατά που πέφτει δεν ξέρω.
Και μ' αρέσει!

Στην Λευκάδα είναι πιο ξεκάθαρα τα πράγματα.
Έχουμε εξασφαλίσει στέγη.
Ξέρω τα κατατόπια.

Μόνο μην χαθούμε με τον Διευθυντή και την Μαρία.

Ξανά μετράω τα λεφτά μου.
Μάλλον θα μου φτάσουν.
Δεν γαμ!έται ...

Μετράω...
Μία και σήμερα.

Wednesday, July 20, 2005

Ανταπόκριση από Ερμού.

Λίγες είναι οι φορές που κατεβαίνω στην Ερμού και κάθε φορά το μετανιώνω.
Ότι χρειαζόμουν το ψώνισα στην Βουλιαγμένης, που παρόλο που είχε κόσμο ήταν ακόμα ανθρώπινα.
Άφησα για το τέλος τα σανδάλια από το Μοναστηράκι και αφού πήρα μια βαθιά ανάσα αποφάσισα να περάσω από την ακατονόμαστη Ερμού για να κατέβω με τα πόδια.
Χρόνο είχα αρκετό και από ότι φαίνεται είχα και όρεξη για περιπέτεια.

Μόλις βγήκα από το μετρό αντίκρισα λαοθάλασσα.
Θυμήθηκα μια καταραμένη μέρα Χριστουγέννων που έκανα το χατίρι σε κάτι φίλους να πάω μαζί τους.
Δεν μπορούσα όχι μόνο να περπατήσω αλλά ούτε και να αναπνεύσω με τόσο κόσμο.
Υποσχέθηκα στον εαυτό μου πως ποτέ ξανά δεν θα πήγαινα στο Σύνταγμα γιορτινές μέρες ή μέρες εκπτώσεων.
Αλλά δεν κράτησα την υπόσχεση μου.

Στον πλακόστρωτο δρόμο αυτό που επικρατούσε δεν μπορώ να το περιγράψω καλύτερα από τον Στέφανο
"ορδές των αναμαλλιασμένων κουφέτων που ξεχύνονται σαν των οχτρών τα φουσάτα στο καλντερίμι της Ερμού, και τα τακούνια ηχούν σαν πέταλα αραβικών αλόγων στις μάχες της Σιδώνας, της Τύρου και του Μπαϊρακτάρη"

Σε μια βιτρίνα με παπούτσια είχαν μαζευτεί τουλάχιστον 15 γυναίκες.
Επιφωνήματα χαράς "ααα μα είναι τέ-λει-ο και τζάμπα"
"οοο το θέλω το θέλω το θέλω"
Λίγα λεπτά αργότερα συνειδητοποίησα πως δεν χάζευα τις βιτρίνες πια αλλά τους ανθρώπους γύρω μου.
Πιο ενδιαφέρον ήταν.

Πρώτη παγίδα : ο ζάρας...έριξα μια ματιά από έξω.
Μάχες σε πλήρη εξέλιξη (δεν μπήκα).

Δεύτερη παγίδα : ο χόντος, με ένα μεγάλο 50% στην βιτρίνα.
Γυναίκες τυφλωμένες έμπαιναν να βρουν το φως τους (δεν μπήκα επίσης)
Τα αρμανιμάνια και τα ζαντοοόρ αναστέναζαν.

Συνέχισα την βόλτα μου με ένα μπουκάλι νερό στο ένα χέρι και τσιγάρο στο άλλο.
Είχα άγχος με το τσιγάρο...φοβόμουνα μην περάσει καμιά κυρία κοντά μου και τις κάψω το ακριβό μπλουζάκι της και το χρυσοπληρώνω μετά (εκτός του ότι θα με ξεφτίλιζε με τις τσιρίδες της).
Κάθισα να ξαποστάσω και να το καπνίσω στο πεζούλι στο εκκλησάκι.
Κόσμος πήγαινε και έρχονταν.
Με τσάντες, τσαντάκια, καροτσάκια, παιδιά στην αγκαλιά (μα που τα τρέχουνε τα καημένα με τέτοια ζέστη)

Τρίτη παγίδα : ο ζάρας Νο2 (μπήκα)
Μάλλον κάτι βάζουνε στον κλιματισμό και τις υπνωτίζουνε.
Δεν εξηγείται αλλιώς.
Αλλόφρονες άνθρωποι να σπρώχνουν από εδώ και από εκεί...να δοκιμάζουν...να απορρίπτουν και όλα συνοδευόμενα από επιφωνήματα, χαριτωμενιές και βιασύνη.
Και μανία...κυρίως μανία.
Αυτός ο κύριος ζάρας πρέπει να είναι πολύ ευτυχισμένος και πλούσιος άνθρωπος.
Έφυγα άρον άρον.

Κατέβηκα Μοναστηράκι και αγόρασα τα πεδιλάκια μου, τα αγαπημένα μου.
Με 12 ευρω ήμουν χαρούμενη, ο μπουρνάζος ας κάνει άλλες γυναίκες ευτυχισμένες.

Τελευταία βαθιά ανάσα και ανηφόρισα για Θησείο.
Φραπέ - μέτριος - με γάλα και παγωμένο νερό.
Ξαπόστασα.

Σε κάνα χρόνο, ίσως, τα ξανάλεμε στην Ερμού.

"Old Boy"

Μόλις την είδα... ίσως να άργησα κιόλας να την δω.

Είναι από τις καλύτερες ταινίες που έχω δει: Old Boy.

Όποιος βαρεθεί στα πρώτα πέντε λεπτά και σταματήσει το dvd έχει χάσει.
Όποιος ξεπεράσει το πρώτο πεντάλεπτο θα είναι κερδισμένος!

"Laugh and everyone will laugh. Cry and you will be all alone"

Άψογη... 10 αστεράκια από εμένα.

Monday, July 18, 2005

Το μικρό Τσουναμάκι

Η παραλία που πηγαίνω είναι ξεχωριστή!

Έχει μαύρη άμμο που κολλάει παντού.
Έχει δέντρα με πυκνή σκιά, με κουκουνάρια και με κάτι βελόνες ΝΑ που βγάζουν μάτι την ώρα που κάνεις ηλιοθεραπεία ανάσκελα (το κράνος είναι απαραίτητο).
Έχει ωραιότατη μαύρη πίσσα που αν θες να βουλώσεις καμιά λακκούβα στην γειτονιά σου πάρε τσουβαλάκι και έλα (μην βάλεις το καλό σου το μαγιό γιατί θα το κλαις).
Επίσης, έχει χώρο για να αθληθείς, και να αθληθούν και οι υπόλοιποι, με ρακέτες και οποιοδήποτε παιχνίδι αφορά μπαλάκια που καταλήγουν στο κεφάλι σου.

Το καλύτερο όμως αυτής της παραλίας είναι το μικρό της Τσουναμάκι.
Κάθε μέρα στις 15:00 η θάλασσα φουσκώνει και τα κύματα ανεβαίνουν τουλάχιστον 5-6 μέτρα στην αμμουδιά.

Αν είσαι γνώστης, έχεις καθίσει ψηλά ψηλά και μόλις αναγνωρίσεις τα σημάδια είσαι σε επιφυλακή.

Αν δεν είσαι γνώστης, ετοιμάσου να κλάψεις για το κινητό σου, τις σαγιονάρες σου, τα γυαλιά ηλίου, τα κουβαδάκια των παιδιών, τις ρακέτες, το Levi's μπλουζάκι σου και το τάπερ με τα κεφτεδάκια.

Για μερικά δευτερόλεπτα τα βλέπεις να επιπλέουν...μετά τα χαιρετάς και τα χάνεις για πάντα.

Έχω κυνηγήσει εγώ σαγιονάρες και καπέλα διπλανών λουομένων....

Το χειρότερο είναι όταν χάνουν το κινητό τους (μα το αφήνετε και εσείς χύμα πάνω στην πετσέτα;)
Αν το χάσει γυναίκα ξεκινάει το σκούξιμο, αν το χάσει άνδρας τα γαμωσταυρίδια.
Και στις δύο περιπτώσεις είναι ώρα να φεύγεις, δεν αντέχονται και οι δύο.

Όταν η θάλασσα καταπιεί κάτι μικρότερης αξίας πρέπει να μείνεις, θα γελάσεις πολύ.
Φοράνε τα βατραχοπέδιλα και τις μάσκες, παίρνουν το ψαροντούφεκο και πάνε για αναζήτηση των απολεσθέντων. Σπάνια θα βρουν κάτι.

Οι υπόλοιποι ψάχνουν για κοχύλια.
Σε αυτή την κατηγορία ανήκα και εγώ μέχρι πρόσφατα.
Ήταν τότε που ανακάλυψα και τους σιχαμερούς ενοίκους των κοχυλιών να κόβουν βόλτες πάνω στην παλάμη μου.
Με ένα δυνατό ουρλιαχτό γύρισαν στον βυθό της θάλασσας.

Μετά το Τσουναμάκι η θάλασσα είναι σαν λασπόνερο.
Οι βουτιές είναι απαγορευτικές εκτός και αν σου αρέσει να επιπλέεις ανάμεσα σε χώμα και πλαστικές σακούλες.

Αυτή είναι η αγαπημένη μου παραλία (φαντάσου πόσο χάλια είναι οι υπόλοιπες τις περιοχής)

(Θα μπορούσε κάποιος να μου εξηγήσει το φαινόμενο-τσουναμάκι και γιατί συμβαίνει πάντα στις 15:00;)

Saturday, July 16, 2005

Στην Λαϊκή

Συνήθως δεν πάω λαϊκή γιατί το Σάββατο ξυπνάω αργά και εκείνη την ώρα έχουν μείνει μόνο τα σάπια.
Επίσης την έχω καταβρεί με τον μανάβη, τον Παναγιώτη.

Μου δίνει πάντα τα καλύτερα και ας τα χρυσοπληρώνω μερικές φορές.
"Μην παίρνεις φασολάκια σήμερα, έλα σε δύο μέρες θα έχω φρέσκα"
ή "ντομάτες θα σου φέρω εγώ από τις καλές, αυτές είναι για τους άλλους" και μου κλείνει το μάτι.
Όταν πήρα ένα καρπούζι-μάπα και του το είπα μου έδωσε ένα άλλο δωρεάν.
Πάντα βάζει τις σακούλες με τα ψώνια στο αυτοκίνητο μου, "να μην σηκώνεις βάρη" λέει.
Είναι να μην εκτιμήσω την ειλικρίνεια και την καλή του διάθεση;

Όταν πάω λαϊκή συγχύζομαι.
Λυπάμαι πραγματικά τα γεροντάκια και τις γιαγιάδες.
Δεν γίνεται να δίνεις 1 ευρώ για να πάρεις μαϊντανό...είναι απαράδεκτο.
Θυμάμαι ένα ρεπορτάζ στην Ελευθεροτυπία για όσους πάνε στο τέλος της λαϊκής και μαζεύουν από τον δρόμο αυτά που είναι για τα σκουπίδια.
Δεν είναι τίποτα άστεγοι...αλλά οικογενειάρχες άνθρωποι που απλά δεν μπορούν να τα βγάλουν πέρα.
Σοκαρίστηκα, λυπήθηκα, σιχτίρισα.
Μια ζωή δουλεύουν οι άνθρωποι για να πάρουν μια σύνταξη που θα τους αναγκάζει να ψάχνουν στα σκουπίδια.
Αϊ σιχτίρ για τον πολιτισμό μας. Αϊ σιχτίρ για την κοινωνία που ζούμε.

Σήμερα είπα να αγοράσω βλίτα, τα είδα φρέσκα-φρέσκα και δεν αντιστάθηκα.
"Πάρε κοπελιά, χωρίς λίπασμα, από το κηπάκι μου κτλ..."
Έβαλε αρκετά στην σακούλα, τα ζύγισε, ρώτησα πόσο κάνουν.
"3,40"
"Πόοοοσο; Καλύτερα να αγόραζα μπριζόλες"
"Ναι αλλά αυτά είναι υγιεινά"
"Τι υγιεινά κυρία μου, αυτή την στιγμή δεν αισθάνομαι καθόλου υγιής, κοντεύω να πάθω εγκεφαλικό"
Και τα πήρα. Με 3,40, τουτέστιν 1158,5 δρχ.

Στο χωριό μου τα βλίτα τα ρίχνουν στα κουνέλια. Μια ολόκληρη περιουσία γίνεται τροφή.
Στην πολυτέλεια τα' χουνε τα σκασμένα.
Για να τρώω όσα βλίτα τρώνε εκείνα πρέπει να ξοδεύω το μισό μισθό που δεν έχω.
Σαν να τα βλέπω ... αντί να μασάνε βλίτα, μασάνε πεντάευρω...κριτς κριτς κριτς με τα δύο μπροστινά τους δοντάκια.

Το χειρότερο είναι που αποφασίζουν εκείνοι την ποσότητα που θα πάρεις.
Θέλω π.χ. 4 κολοκυθάκια, μισό κιλό.
Θα σου πούνε "πάρε ένα κιλό= ένα ευρώ"
"Δεν θέλω ένα κιλό, τι να το κάνω;"
"Πάρε μανδάμ, τα έχω προσφορά"
(μου θυμίζει το "το' χω και σε μπεζάκι")
Και τελικά το φορτώνεσαι το ένα κιλό = ένα ευρώ και σου σαπίζει στο ψυγείο, γιατί δεν το χρειάστηκες. (Πόσο κολοκύθι να φας σε μια βδομάδα πια; Να ήταν παϊδάκια να'λεγα)

Φεύγοντας από την λαϊκή, φορτωμένη, πρέπει να μετατρέψω τα ευρώ σε δρχ για να καταλάβω το μέγεθος της συμφοράς.
Μόνο στην λαϊκή το κάνω αυτό.

Πατάτες, αγγουράκια, ντομάτες, κρεμμύδια, πιπεριές (σε μικρές ποσότητες) μας κάνουν 4293,5 δρχ.
(σκεφτείτε πόσες μέρες περνούσαμε κάποτε, σαν φοιτητές, με τόσα λεφτά)

Χωρίς να υπολογίζω τα βλίτα, που θα τάιζαν για μεσημέρι μόνο δύο κουνέλια.

Την επόμενη φορά στην λαϊκή θα αγοράσω τιάρες για τα κουνέλια... που ζουν σαν βασιλιάδες.

Friday, July 15, 2005

Πόστ Διαμαρτυρίας

Ο Κωστής και εγώ καταγγέλουμε όσους σερβίρουν τα γεμιστά.

Ναι, ναι...τα γεμιστά.

Δεν θέλω μία πιπεριά και μία ντομάτα.
Θέλω δύο πιπεριές.
"Δεν την μπορώ ρε μάνα την ντομάτα..."
"Μην σε δώ να την πετάς...τα παιδάκια πεινάνε στην Αφρική"
"Εεε στείλε τις ντομάτες"
(ευτυχώς ο Nick τρώει τις ντομάτες και όλες οι πιπεριές του κόσμου είναι δικές μου πια)

Ο Κωστής θέλει δύο ντομάτες (να που έπρεπε να τις στείλει τελικά)
Κυρία "μαμά του Κωστή" δεν τις τρώει τις πιπεριές, τι να το κάνουμε το παιδί...με το ζόρι;
Η μαμά του Κωστή ενδιαφέρεται επίσης για τα παιδιά της Αφρικής.
(εύχομαι και στον Κωστή να βρεί μια σύντροφο που να τρώει μόνο πιπεριές)

Στα εστιατόρια δεν περνάει ο λόγος μας.
"Δύο γεμιστές πιπεριές παρακαλώ"
"Τι εννοείτε;"
(γκουχ γκουχ)"Θα ήθελα γεμιστά, αλλά μόνο πιπεριές"
"Τα γεμιστά είναι ντομάτα-πιπεριά κυρία μου"
"Μα φυσικά, αλλά εγώ θέλω μόνο πιπεριές"
"Θέλετε μόνο μία πιπεριά; Να μην βάλουμε ντομάτα;"
"Όχι θέλω δύο πιπεριές, θα ήθελα να αντικαταστήσετε την ντομάτα με μία πιπεριά, καταλάβατε;"
"Ααααα αντί για ντομάτα θέλετε μια πιπεριά..."
"Ακριβώς" (Άγιοι Ανάργυροι και θαυματουργοί, κατάλαβε)
"Λυπάμαι, αδύνατον"
"Παρακαλώ;"
"Σερβίρονται μαζί, γεμιστά=ντομάτα-πιπεριά"
"Και;" (τα'χουν και θα τους τα χαλάσω;)
"Λοιπόν καταλήξατε;"
(ουυφφ)"Μία γεμιστά κυρίε" (ας πάει στα κομμάτια, μπας και φάμε σήμερα)
"Μία γεμιστά λοιπόν και για τον κύριο;"

(σε αυτή την σκηνή παίζει και ο Κωστής και λέει την τεράστια και συγκλονιστική ατάκα)

"Μία γεμιστά επίσης" (μην το κουράσει επιπλέον το θέμα)
"Έεεφτασε, δύο γεμιστά για τα παιδιά"

Και εννοείτε πως ανταλλάξαμε τις πιπεριές μας και τις ντομάτες μας.

Γιατί παρακαλώ; Γιατί;
Υπάρχει κανένας νόμος;
Έχει βγεί κανένα ΦΕΚ που λέει ότι τα γεμιστά πρέπει να είναι ντομάτα-πιπεριά πάντα;

Καταγγέλουμε λοιπόν όσους σερβίρουν τα γεμιστά.
Μανάδες, συντρόφους, σέφ, σερβιτόρους....

Ξεκίνησε η εκστρατεία!
Ο Κωστής διεκδικεί τις ντομάτες του
και εγώ τις πιπεριές μου.

Thursday, July 14, 2005

Βρώμικες Κάλτσες

Δεν ήταν πάντα βρώμικες.
Ούτε παραμένουν για καιρό.
Όμως για αυτά τα λίγα δευτερόλεπτα που είναι μούσκεμα και μυρίζουν θανατηφόρα, όταν βγάζεις τα παπούτσια, είναι μισητές.

Στο συρτάρι μυρίζουν "μανούλα"
Τις παίρνεις στα χέρια σου και τις χαίρεσαι.
Όταν πας να τις φορέσεις τα δαχτυλάκια σου κουνιούνται από χαρά.
Στο τέλος τις ημέρας απλά έχουν λιποθυμήσει.

Τις βρώμικες κάλτσες σου μην τις υποτιμάς.
Είναι ένα ισχυρό όπλο κατά της φλυαρίας και της κρεβατομουρμούρας (κράτα ένα ζευγάρι καλού- κακού κάτω από το κρεβάτι).
Απειλείς τον φλύαρο ή τον μουρμούρα μια, δυο, τρεις.
Την τέταρτη όμως πρέπει να την φάει.
Μόλις ενεργοποιήθηκε η μεγαλύτερη σου δύναμη.
Είσαι ένας super-ήρωας, ο "βρωμόκαλτσος"
(δεν είναι απαραίτητη η μάσκα και η μπέρτα)
Ο φλύαρος ή ο μουρμούρας μπορεί να σε χαστουκίσει ή να σου ρίξει μερικά μπινελίκια (όχι mars, kiss και choco bloom) ή να γελάσει δυνατά.
Το μήνυμα όμως ελήφθη.

Το κόλπο με τις βρώμικες κάλτσες έχει και ένα μικρό ποσοστό αποτυχίας (για να μην είμαι ψεύτρα)
Δοκιμάστηκε στον κακό γυμναστή από την αφεντιά μου φυσικά (λίγοι απομείναμε που κάνουν τέτοιες μαλακίες πια)
Ο κακός γυμναστής μας βάζει κάθε Τετάρτη να κάνουμε κάμψεις.
Συνήθως κάθομαι δίπλα του για να πετάμε ατάκες και να γελάμε.
Την ώρα των κάμψεων πάντα μουρμουρίζω (άλλος έπρεπε να την φάει την κάλτσα τελικά)
Στις επτά κάμψεις συνήθως παραδίδω το πνεύμα μου και γκρινιάζω με μεγαλύτερη άνεση.

Μια Τετάρτη όμως ήταν καθοριστική.
Έβγαλα το παπούτσι μου, στην συνέχεια την βρώμικη κάλτσα μου και την τοποθέτησα στο πάτωμα στο σημείο που κατέληγε το πρόσωπο του κακού γυμναστή.
Η δράση μου ήταν αστραπιαία.
Η αντίδραση είχε διάρκεια.
Γυμνάσαμε και τους κοιλιακούς από τα γέλια.

Την επόμενη Τετάρτη παραδόθηκα αμαχητί στην έκτη κάμψη.
Η επιχείρηση "βρώμικη κάλτσα" είχε αποτύχει.

Δοκίμασε το, ή θα πετύχεις το στόχο σου ή να φας μερικές ψιλές.
Αν πάλι είσαι ο φλύαρος ή ο μουρμούρας, πρόσεχε, ο "βρωμόκαλτσος" καραδοκεί.


(Οι "βρώμικες κάλτσες" γράφτηκαν προχθές στο μπαλκόνι της sparilious.
Κουνούπι- Alex = 6-0, είχα δύο offside)

Monday, July 11, 2005

"Να το δέσουμε το παιδί"

ή αλλιώς το δράμα του αριστερόχειρα.

Από παιδί ήμουν ανάποδη.
Δεν εννοώ μόνο ως χαρακτήρας...στριμμένο, νευρικό, αντιδραστικό... αλλά και ως άνθρωπος.
Δεξιά μου έλεγαν, αριστερά με το ποδήλατο πάνω στα αγκάθια εγώ.
Τις πόρτες από το σπίτι τις είχανε οι γονείς μου πάντα ανοιχτές.
Για μένα ήταν φυσιολογικό τα χερούλια να είναι δεξιά μας ώστε να ανοίγουν με το αριστερό χέρι.
Για τους κατασκευαστές όμως το φυσιολογικό ήταν το ανάποδο μου και πάντα έσπαγα τα μούτρα μου πάνω στις κλειστές πόρτες.

Η ώρα του φαγητού ήταν μια δύσκολη ώρα για μένα.
Καθόμουν πάντα δίπλα στον αδερφό μου, από δεξιά του. Εκείνος δεξιόχειρας, εγώ αριστερόχειρας. Αν τρώγαμε σούπα έμενα πάντα νηστική.
Με σκουντούσε διαρκώς και με τέτοια τέχνη που δεν τον έβλεπε κανείς.
Έτσι ανέπτυξα την ικανότητα να τρώω με το δεξί μου χέρι γιατί πάντα πεινούσα το δόλιο.
Οι γονείς μου μπερδεύτηκαν...είναι ή δεν είναι;

Όταν έπιασα μολύβια και μπογές στα χέρια μου, το επιβεβαίωσαν.
"Ωχ ζερβοκουτάλα μας βγήκε το παιδί" στεναχωριόνταν οι γιαγιάδες.
Δεν καταλάβαινα τι ήταν ζερβοκουτάλα, πέρασα τα παιδικά μου χρόνια νομίζοντας ότι έχω κάτι σοβαρό, σπάνιο και ανίατο.
- Γιατί λε να είθαι εθύ ο αρχηγόθ;
- Γιατί είμαι ζεβοκουτάλα εγώ!

Η νηπιαγωγός μου, μεγάλη επιστήμονας και παιδαγωγός, το κατάλαβε αμέσως.
Το '81 η παιδαγωγική άποψη που επικρατούσε δεν ήταν του Vygotski αλλά του "δείρ'το να σχολάμε" ή "που να σκάσεις βρε βλαμμένο".
Κάλεσε την μητέρα μου και με σοβαρό ύφος της ανήγγειλε το πρόβλημα.
(Χιούστον we have a problem)
"Και τι πειράζει;" απάντησε η μάνα μου.
"Μα δεν καταλαβαίνετε, το παιδί θα βγει προβληματικό" η φωστήρας παιδαγωγός ανησυχούσε για το μέλλον μου.
"Εξακολουθώ να μην καταλαβαίνω"....(αφελής μανούλα, εδώ πρόκειται για καταστροφή του παιδιού σου και εσύ δεν καταλαβαίνεις;)
"Μόνο μια λύση υπάρχει" επέμενε η κακούργα
"Σας ακούω"...

"Να το δέσουμε το παιδί"...το είπε, η επιστήμη έβγαλε απόφαση.

"Να αφήσετε το παιδί μου ήσυχο, με ακούτε;" ... (αχ ρε μάνα και αν με το δέσιμο έβγαινα τελικά φυσιολογική;)

Για όσους δέσανε, χτυπήσανε, αναγκάσανε, πείσανε να αλλάξουν χέρι αλλά όχι μυαλά.

Ανάσκελα Όνειρα

Η στάση του "νεκρού" ήταν η αγαπημένη μου κάποτε.
Ανάσκελα, τεντωμένο σώμα και χέρια σταυρωμένα στην κοιλιά.
Ο ύπνος ερχόταν γρήγορα.

Πριν σταυρώσω τα χέρια μου, συνήθιζα να σηκώνω το ένα χέρι ψηλά, μέχρι να μουδιάσει.
Ένοιωθα το αίμα να κατεβαίνει σιγά σιγά ... μια γλυκιά απόλαυση.
Την έκοψα βίαια αυτήν την συνήθεια γιατί ένα βράδυ μου συνέβει το εξής απίστευτο: αποκοιμήθηκα με το χέρι σε όρθια στάση (πράγμα σπάνιο γιατί κοιμάμαι πολύ δύσκολα). Άδειασε το χεράκι μου από αίμα, μούδιασε, έγινε σαν ξένο σώμα και τελικά έπεσε πάνω στο κεφάλι μου. Μέσα σε ουρλιαχτά πετάχτηκα από το κρεβάτι και ξύπνησα και όλους τους υπόλοιπους.
Φώναζα και έβριζα μέσα στον πανικό μου, η γιαγιά μου έφερε αγιασμένο νερό, θα νόμισε οτι μπήκε ο έξω-από-εδώ μέσα μου νυχτιάτικα.
Δεν καταλαβαίναμε τι με χτύπησε, ψάξαμε όλο το δωμάτιο.
Μέχρι που έπιασα το δεξί μου χέρι. Ήταν παγωμένο και δεν το ένοιωθα.
Τότε κατάλαβα... και έκοψα ακόμα μια αγαπημένη μου συνήθεια.

Στην στάση του "μακαρίτη" είδα τους μεγαλύτερους εφιάλτες.
Ο πρώτος σοκαριστικός που θυμάμαι ήταν όταν πήγαινα στην 3η Λυκείου.
Μια μαυροφορεμένη γυναίκα ήταν από πάνω μου και με έπνιγε με μίσος.
Δυσκολεύτηκα να ξυπνήσω. Ήμουν ανάσκελα και μουδιασμένη, για αρκετά λεπτά δεν μπορούσα να κουνηθώ.
Ένοιωσα πως το είχα ζήσει και όχι πως το είχα ονειρευτεί.

Λίγο καιρό αργότερα ήμουν στο αυτοκίνητο στην θέση του συνοδηγού, οδηγούσε ο πατέρας μου και στο πίσω κάθισμα η κολλητή μου.
Ξαφνικά κόπηκε ο δρόμος και πέσαμε σε ένα μαύρο κενό.
Ξύπνησα ιδρωμένη και ανάσκελα.
Άρχισα να σκέφτομαι μήπως έπρεπε να αλλάξω στάση ύπνου.

Στην θέση του συνοδηγού ξανά (ούτε στον ύπνο μου δεν έχω πάρει δίπλωμα ακόμα) και ο οδηγός ο Nick.
Σκοτάδι παντού.
Σε μια απότομη στροφή φύγαμε ευθεία και πέσαμε σε γκρεμό.
Ένοιωθα να πέφτω, να πεθαίνω.
Έπιασα το χέρι του Nick, είπα "σ' αγαπώ, πεθαίνουμε"
(είχε και ρομαντισμό το όνειρο, δεν λέω)
πετάχτηκα όρθια, ουρλιάζοντας δυνατά, καταϊδρωμένη και χωρίς ανάσα.

Τότε αποφάσισα να το ρίξω στα μπρούμυτα.
Η στάση "ο σκοτωμένος" ή αλλιώς "με πάτησε το τρένο"... με τα χέρια κάτω από τους μηρούς και το κεφάλι δεξιά με βόλεψε αρκετά.

Συνέχισα να βλέπω εφιάλτες αλλά ποτέ ξανά τόσο τρομακτικούς.
Σαν να γλίτωσα.

Τα θυμήθηκα όλα αυτά προχθές που με φιλοξένησε η κολλητή μου sparilious.
Αναγκάστηκα να κοιμηθώ ανάσκελα γιατί δεν μπορούσα να ανασάνω από την ζέστη.
Και ο εφιάλτης ξαναγύρισε.
Συγκεχυμένο όνειρο αλλά τρομακτικό... μου κόπηκε πάλι η ανάσα.

Καλύτερα "σκοτωμένος" παρά "νεκρός".

Saturday, July 09, 2005

Χυδαία πραγματικότητα

Οι ορισμοί είναι από το Μείζον Ελληνικό Λεξικό.
Στις παρενθέσεις οι ορισμοί είναι από την χυδαία πραγματικότητα, όπως την αντιλαμβάνομαι εγώ.

Δημοκρατία: πολίτευμα λαϊκής κυριαρχίας, όπου ο λαός κυβερνά με αιρετούς αντιπροσώπους του: στη δημοκρατία, αυτός που βάνει το νόμο είναι ο ίδιος ο λαός, με την εξουσία που δίνει στους καλύτερους, κι όχι ο τύραννος (Π. Πρεβελάκης)

(Η δημοκρατία δεν εισάγεται, δεν εξάγεται, δεν προσφέρεται με βόμβες, δεν ανατινάζει λεωφορεία. Στην δημοκρατία δεν κάνουμε ότι μας λέει ο Μπούς, ο Μπλέρ και οι λοιποί τύραννοι. Για την δημοκρατία παλεύουμε εμείς οι ίδιοι)

Τρομοκρατία: επικράτηση με τον τρόμο η διακυβέρνηση με σκληρά και βίαια μέσα η χρησιμοποίηση βίας ή και απειλών βίας, ιδιαίτερα για πολιτικούς σκοπούς

(Τρομοκρατία των καμικάζι - Τρομοκρατία των μεγάλων δυνάμεων, σαν ίδια μου μοιάζει, φαύλος κύκλος)

Πόλεμος: ένοπλη σύγκρουση μεταξύ κρατών ή εθνών μάχη

(Πόλεμος σύμφωνα με τις μεγάλες δυνάμεις: "σας γαμώ τα σπίτια", "αναπνέει ακόμα, σκότωσε τον", "ανατινάζομαι")

Θάνατος: η παύση των ζωικών λειτουργιών ενός οργανισμού.

(Θάνατος: το μωράκι στην μεγάλη κάσα ρε μαλάκες δολοφόνοι)

Ακρωτηριασμός: αποκοπή των μελών από το σώμα ανθρώπων ή ζώων

(πετσοκόψιμο μωρών, νέων, ηλικιωμένων, κομμένα χέρια, πόδια, βγαλμένα μάτια, σπασμένα κεφάλια, ποτάμια αίμα απο παντού ρε ζώα-παλιάνθρωποι)

Νεκρός: ο χωρίς ζωή, πεθαμένος, άψυχος, χωρίς ζωντάνια ή κίνηση

(νεκρός Ιρακινός, νεκρός Αμερικάνος, νεκρός Αφγανός, νεκρός Ισπανός, νεκρός Άγγλος, νεκρός Σέρβος, νεκρός Τσετσένος, νεκρός Αλβανός, νεκρός Έλληνας.
Νεκροί είμαστε όλοι ίσοι και ίδιοι αλλά είναι αργά)

Θρήνος: κλάμα απαρηγόρητο, μοιρολόι

(ακούγεται από μανάδες, πατεράδες, αδέρφια, γιαγιάδες, παππούδες, φίλους, αγνώστους και είναι ο ίδιος βαθύς πόνος η αιτία)

Μέλλον: ο χρόνος μετά το παρόν

έλλον αβέβαιο, βαμμένο κόκκινο)

(Σε ορίζω, σε βαφτίζω αλλιώς γιατί έχω αλλάξει, γιατί τώρα πια είμαι χυδαία πραγματικότητα)

Friday, July 08, 2005

Αγαθονήσι '98 #3 -Το στερνό αντίο

Την τρίτη μέρα τελείωσε το εμφιαλωμένο νερό στο νησί, έπρεπε να περιμένουμε δύο μέρες μέχρι να γίνει εφοδιασμός. Την βγάζαμε με ζεστό από τις δεξαμενές και με λεμονάδες – που κάποιος είχε την φαεινή ιδέα ότι οι λεμονάδες δεν σε διψάνε (ναι καλά)

Ήμασταν με μια φέτα καρπούζι στο χέρι για να ξεγελαστούμε. Τα αφήναμε στην θάλασσα για ώρες μήπως και κρυώσουν. Τα περισσότερα τα έπαιρνε το κύμα γιατί δεν είχαμε πώς να τα δέσουμε. Τα βλέπαμε από ψηλά που έπλεαν δίπλα από τα βράχια. Κανένας θαρραλέος για να τα σώσει. Ήταν αστείο να βλέπεις καρπούζια στην θάλασσα.
Γελούσαμε δυνατά… «να και ακόμα ένα»

Ενδιάμεσα πήγαμε εκδρομή στην Πάτμο και ξεδιψάσαμε, επίσης φάγαμε και παγωτό.

Την προτελευταία μέρα έγινε μια μεγάλη εκδήλωση στο σχολείο του χωριού. Ήταν μάλλον το γεγονός της δεκαετίας. Αποκλείεται να είχε μαζευτεί τόσος κόσμος ξανά.
Η τοπική πολιτική αρχή είχε δώσει το παρόν (Μαντάς, Γκόρτσος και λοιποί). Παιδιά, γονείς, παππούδες γιαγιάδες και φαντάροι.
Ειδικά οι φαντάροι πρέπει να το διασκέδασαν πολύ. Οι δόλιοι που μετρούσαν 312 και σήμερα, ξεχάστηκαν για λίγο με τόσες πιτσιρίκες (και πιτσιρίκους).
Περάσαμε πολύ ωραία, είχε και κρύες μπύρες!!!

Την τελευταία μέρα αποφάσισα να κάνω και εγώ κάτι χρήσιμο για την κοινωνία και μπήκα στην ομάδα που θα έβαφε μια ελληνική σημαία από πέτρες στην πλαγιά ενός βουνού που έβλεπε προς Τουρκία.
Τι το θελα;;;
Τι το θελα;;; ξαναρωτάω
Μείναμε πάνω από 4 ώρες μέσα στο λιοπύρι χωρίς νερό γιατί ξέχασε να έρθει ένας κύριος με το φορτηγάκι του να μας πάρει. Είχε ξεχάσει λέει γιατί πήγε να αρμέξει τις κατσίκες.
Και για να μην καούν οι κατσίκες από το γάλα, βρε φίλε, καήκαμε εμείς τα μπουμπουκάκια από τον ήλιο;;;
Εγώ που είμαι τρελή και παλαβή για το νερό δεν θα ξεχάσω ποτέ αυτήν την εμπειρία.

Δεν ήταν το μοναδικό σοκ που έπαθα εκείνη την μέρα.
Έπεσε στα χέρια μου το καθρεφτάκι ενός παιδιού που ξυριζόταν.
Είχα να δω τον εαυτό μου 10 μέρες.
Σκιάχτηκα, τρόμαξα.
Ήμουν ένα αραπάκι και μάλιστα ξανθό.
Από τον ήλιο και την αλμύρα η βαφή των μαλλιών μου δεν άντεξε και παρέδωσε την κόμη μου στο κίτρινο. Ανοιγόκλεινα τα ματάκια μου αλλά η εικόνα δεν άλλαζε. Σοκ.

Το τελευταίο βράδυ, βάλαμε τα καλά μας (δηλαδή τα λιγότερο λερωμένα μας) και κατεβήκαμε στο λιμάνι.
Οι ντόπιοι μας είχαν ετοιμάσει μια βραδιά με ζωντανή νησιώτικη μουσική και μεζεδάκια και μπύρες κρύες.
Χορέψαμε, ήπιαμε και οι περισσότεροι κοιμήθηκαν πάνω στα τραπεζάκια από την κούραση.

Οι υπόλοιποι κουβαλήσαμε όσες περισσότερες μπύρες μπορούσαμε στην παραλία για να συνεχίσουμε.
Το τελευταίο που θυμάμαι ήταν ότι ξαπλωμένη ακουμπούσα στα πόδια του Θωμά και γελούσα.
Μετά έπεσα ξερή.
Ξύπνησα μόνο από μια φωνή που έλεγε «ξύπνα Άλεξ, φεύγουμε».

Στο λιμάνι του Πειραιά 110 Οδηγοί φορώντας τα μαντήλια στο λαιμό τους. Ο αποχαιρετισμός ήταν δύσκολος και συγκινητικός. Δεν έκλαψα αλλά το ήθελα πολύ.

Δύο μήνες μετά αγόρασα μια τηλεκάρτα, είχε φωτογραφία το λιμάνι στο Αγαθονήσι.
Χαμογέλασα.
Σκέφτηκα πως επιτέλους και άλλοι θα μάθουν για αυτόν τον όμορφο τόπο.

Θοδωρής, Θωμάς, Νίκη, Μαρίνα, Βαγγέλης, Μαρία, Δέσποινα, , Δημήτρης, Θοδωρής, Πέτρος, Αγλαΐα, Χάιδω…
Και πόσα ακόμα πρόσωπα θυμάμαι χωρίς ονόματα, και πόσα ακόμα γέλια που δεν ξεχνώ.

Δεν θα πάω ποτέ ξανά, το ξέρω, όσο και αν με πληγώνει.




Θα χαρώ πάρα πολύ αν διαβάσει και σχολιάσει αυτό το κείμενο κάποιος από τους συν-ναυαγούς μου σε εκείνο το νησί.

Thursday, July 07, 2005

Αγαθονήσι '98 #2 - Ζέφυρος

Η υπο-κατασκήνωση μου ονομάστηκε Ζέφυρος.
Οι υπόλοιπες δεν θυμάμαι πως, αλλά είχανε ονόματα ανέμων.
Είχαμε το ποιο όμορφο όνομα και επίσης το ποιο όμορφο αγόρι (μισός Γάλλος, παίζει ρόλο μην νομίζετε) ολόκληρης της κατασκήνωσης.
Αδυνατώ να θυμηθώ το όνομα του (τελικά τίποτα δεν θυμάμαι η Αλεξχάϊμερ) αλλά όλες οι πιτσιρίκες τον θέλανε τρελά.
Εννοείτε ότι κάναμε φοβερή παρέα εμείς οι δύο (ένας ακόμα όμορφος άνδρας που δεν με είδε σαν γυναίκα).

Η πρώτη μέρα (όπως και όλες οι υπόλοιπες) ξεκίνησε νωρίς το πρωί.
Πρωινό με ζεστό νες-καφέ και ψωμί με μαρμελάδα βερίκοκο, την έτρωγα με μεγάλη ευχαρίστηση, λες και είχε άλλη γεύση, σπιτική (ίσως επειδή την έβλεπε ο ήλιος για μερικές μέρες)
Φτιάξαμε τις υποομάδες και καθορίσαμε τις υπευθυνότητες μας (τις αγγαρείες δηλαδή).
Κάθε μέρα είχαμε και μια διαφορετική αγγαρεία να φέρουμε εις πέρας για να μην μείνει κανένας παραπονεμένος (και δεν του τύχει να καθαρίσει τις τουαλέτες).

Ακολουθούσε μια δραστηριότητα, για παράδειγμα κατασκευή αντικειμένων για την κατασκήνωση. Φτιάξαμε με τα χεράκια μας ξύλινη πύλη για την είσοδο της κατασκήνωσης, σκουπιδοτενεκέδες, τέντες για δροσιά, ράφια για την κουζίνα, ράφια για το πλυσταριό κάθε υπο-κατασκήνωσης και πολλά χρήσιμα και άχρηστα αντικείμενα.

Όλα αυτά μέσα στον ήλιο, ντάλα κατακαλόκαιρο.

Οι άτυχοι μαγείρευαν για 100 και πλέον στόματα.
Φαντάζεσαι πόσες πατάτες έπρεπε να καθαρίσεις;
Πόσα κιλά μακαρόνια να ανακατέψεις σε ένα καζάνι;
Πόσα κιλά τυρί να τρίψεις; (σε έναν γιγάντιο τρίφτη)

Οι άλλοι άτυχοι της ημέρας ήταν οι νερουλάδες.
Έπρεπε να κουβαλάνε νερό όπου αυτό χρειαζόταν. Μα για τις τουαλέτες, μα για το πλύσιμο πιάτων, όπου και αν έπρεπε ήταν απίκο με ένα μπουκάλι ή έναν κουβά στο χέρι.
Μας είχε εφοδιάσει νερό ο στρατός με μεγάλα φορτηγά-βυτία. Γεμίσαμε δύο μεγάλες μαύρες δεξαμενές που τις χτύπαγε ο ήλιος όλη μέρα. Δέντρα δεν υπήρχαν και τα υλικά για σκέπαστρο μας είχαν τελειώσει. (τι να σου κάνει και το δέντρο, 40 υπό σκιά είχε)
Το νερό ήταν πάντα έτοιμο. Tea is served.

Οι τουαλέτες ήταν χημικές. Στην εσωτερική πλευρά τις πόρτας (του αντίσκηνου δηλαδή) είχαν κολλήσει και οδηγίες χρήσης. Χρειαζόσουν τουλάχιστον Μεταπτυχιακό για να τις χρησιμοποιήσεις.

Κάθε βράδυ οι άλλοι τυχεροί έπρεπε να τις καθαρίσουν.
Ένα βράδυ πήρα την κιθάρα (που δεν ξέρω να παίζω) του Θοδωρή και τους έκανα καντάδα εν ώρα εργασίας και χαράς.
Με σιχτίρισαν, με απείλησαν πως θα με πνίξουν στο σκατό και έγινα καπνός.
Όταν ήταν η σειρά της δικής μου ομάδας να καθαρίσει, εμένα (που με βλέπεται για καλό κορίτσι και κατά βάθος είμαι ένας μεγάλος λουφαδόρος και αρχιλαμόγιο) μου τύχαιναν διάφορα σοβαρά προβλήματα “αχ δεν μπορώ έχω ζαλάδες, μάλλον μου έπεσε η πίεση ,το σάκχαρο…με φώναξε η αρχηγός και πρέπει να πάω…έχω ένα meeting, έχω ένα επείγον τηλεφώνημα”(δεν υπήρχαν τηλέφωνα και αν υπήρχαν δεν είχαν σήμα). Και κάπως έτσι την γλίτωνα την Καλλιόπη.

Το μεσημέρι τρώγαμε κάτω από λίγα ξεπουπουλιασμένα δέντρα που ήταν πιο δίπλα. Είχα διαλέξει μια ωραιότατη στρογγυλή ανατομική πέτρα για να θρονιαστώ.
Τσακωνόμουν κάθε μεσημέρι με τον Δημήτρη για το ποιος θα βάλει τον πισινό του στην πέτρινη πολυθρόνα (θυμήθηκα πως έλεγαν τον μισό-Γάλλο, επίσης θυμήθηκα ότι τότε δεν είχα σχέση με τον Nick, οπότε μπορώ να ομολογήσω ότι με είδε σαν γυναίκα το κουκλί αλλά άγνωστο γιατί εγώ-το ζώον την είχα δει φιλικά).
«Αυτή η πέτρα φίλε, μου ανήκει…εδώ έκατσε ο πρόγονος μου ο Κατσαντώνης» άσχετο αλλά πάντα γελούσαμε.



Το μεσημέρι είχαμε ξεκούραση ή αλλιώς πατητές.
Κολυμπούσαμε με τις ώρες…ήταν ο μόνος τρόπος για να κρατηθούμε δροσεροί.

Το απογευματάκι ήταν η ώρα άλλων δραστηριοτήτων. Υποτίθεται δραστηριοτήτων προσφοράς για το νησί.
Έπρεπε να δηλώσουμε σε πια από όλες θα πηγαίναμε. Μπορούσαμε να διαλέξουμε την κατασκευή τραπεζιών και πάγκων για την πλατεία του χωριού, το βάψιμο της εκκλησίας, την ψυχαγωγία των παιδιών του χωριού (θα κάναμε μια εκδήλωση πριν φύγουμε και θα ανέβαζαν ένα θεατρικό έργο, με τίποτα εγώ σε τέτοια δραστηριότητα)
Εγώ όμως το κακόμοιρο καθότι χάζευα μονίμως δεν πρόλαβα να δηλώσω την κατασκευή τραπεζιών και κατέληξα στην χειρότερη δραστηριότητα: «διάνοιξη μονοπατιών και κατασκευή πινακίδων» έλεγε ο πίνακας.
Φτουυυύ πάλι θα σκάβω.

Το πρώτο απόγευμα έδωσα το παρόν, δεν είχα άλλη επιλογή.
Τάχα με πόνεσε η μέση μου και την έκανα Λούης.
Από τότε δεν με ξαναείδανε. Με ψάχνανε πότε στα μαγειρεία, πότε στην εκκλησιά…ή όπου δήλωνα ότι θα ήμουν κάθε φορά.
Μαζί με τον Δημήτρη και κάτι άλλους χαζομέρηδες λιαζόμασταν σε μια κρυφή παραλία.

Όταν πια είχανε στρώσει τα πράγματα και η κατασκήνωση λειτουργούσε ρολόι άρχισε η ώρα του παιδιού και της χαράς.
Κάθε μέρα είχαμε και κάτι διαφορετικό να κάνουμε.
Βόλτα με το ιστιοπλοϊκό, το γύρο του νησιού με καΐκι , αεροβική στην θάλασσα (με τον γυμναστή-φέτες, ούτε αυτόν δεν θυμάμαι πως τον λένε).

Οδηγούσα το ιστιοπλοϊκό (απλά κρατούσα το τιμόνι, μην φανταστείτε τίποτα σπουδαίο) και είχε ολίγον τι κύμα.
Για να τρομάξω τα κοριτσάκια φώναξα «δαγκώστε τις ταυτότητες…δαγκώστε τις ταυτότητες»…και τις τρόμαξα.
Αφού ξέσπασα σε γέλια με ρώτησαν γιατί τις ταυτότητες.
«Για να αναγνωρίσουν το πτώμα σου βρε στούρνε»
«Αααααα» ήταν η απάντηση.

Ο γύρος του νησιού θα μου μείνει αξέχαστος.
Κόντεψα να βγάλω όλα τα εντόσθια μου από το κύμα που είχε όταν πιάσαμε την μεριά του Αιγαίου. Καθώς φοβάμαι την θάλασσα ανέλαβε ρόλο συμπαραστάτη ο Θοδωρής από Λαμία, ως ανταπόδοση που του περιποιήθηκα τις ακίδες που είχαν μπει στα δάχτυλα του τις προηγούμενες μέρες.
Φτάσαμε σε έναν οικισμό που μάλλον λεγόταν Καθολικό (αλλά δεν παίρνω και όρκο). Ο οικισμός αποτελούνταν από ένα σπίτι που ήταν ταυτόχρονα καφενείο και ψαροταβέρνα.
Φιλόξενοι άνθρωποι, ήπιαμε ελληνικό καφέ και βάλαμε πλώρη για μια μαγευτική παραλία.

Σταματήσαμε το καΐκι αρκετά μακριά από την παραλία για να κολυμπήσουν στα βαθιά οι δεινοί κολυμβητές (όχι εγώ).
Είχα μείνει μόνη (νόμιζα) στο κατάστρωμα, καθόμουν στο πλαϊνό του καϊκιού με τα πόδια προς τα έξω.
Κορόιδευα τους υπόλοιπους και φώναζα «καρχαρίας τρέχτε να σωθείτε».
Μέχρι που ο καπετάνιος μου έδωσε μια γερή σπρωξιά και βαφτίστηκα μα-λά-κας στα νερά του Αιγαίου.
Πίστεψα πως θα πάθω ανακοπή από τον φόβο μου.
Αλλά για ακόμη μια φορά το ακράδαντο επιχείρημα «τόσοι είμαστε εμένα θα φάει ο καρχαρίας;» λειτούργησε και κολύμπησα και έπαιξα με την ψυχή μου.

Την τρίτη μέρα τελείωσε το...

Wednesday, July 06, 2005

Αγαθονήσι '98

Καταρχήν είναι όντως νησί (όχι όπως το Καρπενήσι) μικρό και πανέμορφο κάτω από την Σάμο, κοντά στην Τουρκία.
Κατασκήνωση στελεχών με τους Οδηγούς τον Αύγουστο του '98.

Ξεκινήσαμε σχεδόν 110 Οδηγοί από το λιμάνι του Πειραιά, όλοι φορώντας τα μαντήλια στο λαιμό μας. Δεν ήξερα κανέναν αλλά νοιώθαμε όλοι σαν μια μεγάααααλη παρέα.
"Γεια, είμαι η Αλεξάνδρα, από Γιάννενα, εσύ;"
"Είμαι ο Θωμάς, από Κοζάνη, έτοιμη για περιπέτεια;"
"Έτοιμη!!!"

Το ταξίδι ήταν τουλάχιστον 14 ώρες, συστήθηκα σχεδόν με όλους εκείνο το βράδυ.
Στο τέλος δεν θυμόμουν κανέναν.
Στο κατάστρωμα ο Θοδωρής με την κιθάρα του δέχονταν παραγγελιές όλη την νύχτα.Ματώσανε τα δάχτυλα του...αλλά συνέχιζε.
Είχε μαζευτεί πλήθος κόσμου τριγύρω του, σιγοτραγουδούσε και ζήταγε τραγούδια, συνέχεια.
Όσα δεν ήξερε να τα παίζει με την κιθάρα τα τραγουδούσαμε χωρίς μουσική...όλοι μαζί.

Μια παρέα νεαρών Ιταλών με ρώτησε τι ήμαστε... τι είναι τα μαντήλια μας.
Άντε να εξηγήσεις πως ήμασταν μια παρέα τρελών για δέσιμο και διψούσαμε για περιπέτεια.
Πώς να το πεις αυτό στο Ιταλο-λουκουμάκι με τα λιγοστά Αγγλικά του;
"Shut up and dance little boy" i said, και υπάκουσε.

Το χάραμα μας βρήκε κομμάτια στο κατάστρωμα, να κοιμόμαστε ο ένας στην αγκαλιά του άλλου. (όχι στην αγκαλιά του Ιταλού, είχε κατέβει σε προηγούμενο λιμάνι, γμτ)
Αλλά εμείς είχαμε δρόμο ακόμα μπροστά μας...ή μάλλον θάλασσα.

Ένας από τους "άλλους" επιβάτες (Γιάννη νομίζω τον λέγανε) που πέρασε την νύχτα μαζί μας τραγουδώντας, ξέχασε επίτηδες να κατέβει στο λιμάνι που έπρεπε. Τηλεφώνησε στην παρέα του, που τον περίμενε σε άλλο νησί, πως δεν θα πάει κοντά τους.
Μας ακολούθησε και εμείς τον κάναμε δικό μας (και ειδικά μια νεαρά τον έκανε ολοκληρωτικά δικό της)

Από την Σάμο πήραμε το καράβι για Αγαθονήσι. Όταν άρχισε να φαίνεται απο μακρυά η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά (επίσης είχα φάει και κάτι χαλασμένα τυροπιτάκια και ανακατευόμουν).
Σαν να ξαναγύριζα και ας μην είχα ξαναπάει.




Στο λιμάνι μας περίμενε ο Δήμαρχος (ο Μαντάς), ο Αντιδήμαρχος (ο Γκόρτσος), ο Διοικητής του στρατοπέδου(ο Στρατηγός Θεοχάρης) και πλήθος κόσμου.
Δύο στρατιωτικά φορτηγά πλήρως επανδρωμένα με φαντάρους περίμεναν να πάρουν τα σακίδια μας για να τα μεταφέρουν στο χώρο της κατασκήνωσης.
Εμείς θα πηγαίναμε με τα πόδια (ή με τα χέρια, ή με την γλώσσα που είχε κρεμάσει απο την κούραση και την ζέστη).

Και φτάσαμε.

Ένας υπέροχος κόλπος με κρυσταλένια νερά, βότσαλα και παραπάνω ξεραΐλα και χώμα.
"Που είναι τα δέντρα" ρώτησα..."δεν έχει ετούτος ο τόπος δέντρα;"
Εμ δεν είχε.

Ξεφορτώσαμε τα φορτηγά και φτιάξαμε ένα βουνό με σακίδια.
Πιάσαμε τις τσουγκράνες και ξεκινήσαμε την αποψίλωση της περιοχής. Έπρεπε να στήσουμε τις σκηνές πρίν μας πάρει η νύχτα.
Δεν θυμάμαι τι φάγαμε (σίγουρα κάτι μπαγιάτικο), ούτε τι ήπιαμε (το τσίπουρο είχε τελειώσει ήδη).
Το Αρχηγείο είχε οργανώσει μια πολύ όμορφη τελετή υποδοχής (δεν περιλάμβανε θυσίες παρθένων...τις είχε πατήσει ήδη το τρένο).

Στην σκηνή συγκατοικούσα με τον Θοδωρή και την Νίκη.
Άνοιξα την βαλίτσα και έβγαλα το μικρό τσαντάκι με τα φάρμακα (τριών ειδών ενέσεις, χάπια, γάζες κτλ κτλ).
Ήμουν και παραμένω αλλεργική στα τσιμπήματα μελισσών, σφηκών, φιδιών και σκορπιών (ειδικά τα δύο τελευταία με πεθαίνουν κυριολεκτικά).
Εξήγησα τι έπρεπε να κάνουν σε περίπτωση που κάτι με τσιμπούσε (δεν μπορούσαν βέβαια να κάνουν και πολλά γιατί και με ελικόπτερο να με έπαιρναν δεν με προλάβαιναν, το πολύ-πολύ να με έριχναν σε κανά χαντάκι με λίγο χώμα από πάνω).

Τους είχα αφήσει το καλύτερο για το τέλος, για έκπληξη.
Έπρεπε να κοιμούνται με κλειστή την σκηνή για να μην μπεί κανένας δηλητηριώδης επισκέπτης και με χάσουν μες στην νύχτα.
Γούρλωσαν τα μάτια τους, κούνησαν το κεφαλάκι τους...μήπως δεν άκουσαν καλά;
"Αχ ρε Άλεξ δεν είχες μπέσα...ήσουνα μπαμπέσα, μας το φύλαγες;"

Ήταν εφιαλτικό ακόμα και για μένα...βρε με τα εσώρουχα είχαμε μείνει και στάζαμε ιδρώτα.
"Αμάν...έστω λίγο από πάνω βρε κορίτσι;"
"Τσούκ" (έλεγε το κορίτσι)
Απορώ πως γλίτωσα το ξύλο.
Ίσως να χάσαμε από δύο κιλά εκείνο το βράδυ.

Κάποια στιγμή πήρα την θαραλλέα απόφαση, να ανοίξω τα πορτάκια της σκηνής, βασισμένη σε ένα σοφό και ακράδαντο επιχείρημα: "είμαστε" ,λέω, "110 άνθρωποι εδώ πέρα...εμένα θα βρούνε να τσιμπήσουνε;" (Λογικότατο το βρίσκω ακόμα και τώρα)
Και ανασάναμε.

Από την επόμενη βραδιά κοιμόμασταν σχεδόν όλοι χωρίς σκηνή στην παραλία, μόνο με στρωματάκια. (μέσα στην θάλασσα είχαμε βάλει καφάσια με μπύρες για να διατηρούνται-ας πούμε-χλιαρές)
Κάθε πρωί ξυπνούσαμε σαν σίγμα-τελικό με λακούβες στα κορμιά μας.
Αλλά τουλάχιστον είχαμε δροσιά.

Συνεχίζεται...
τι νομίσατε ότι τόσο εύκολα θα γλιτώσετε;;; (απο αύριο δεν θα μου μείνει κανένας αναγνώστης, από τους λίγους που κατάφερα να αποκτήσω γράφοντας για σιχαμένα και μπινελίκια)

Πως πάς παιδί μου;;;...Όσο πάω και μαυρίζω ρε πατέρα

Έτσι απαντάνε τα καλά παιδιά στον κόρακα.

Έτσι απαντάω και εγώ και ας μην ανήκω στην οικογένεια κοράκων.

Όσο πάω και μαυρίζω.... μέσα - έξω.

Το εξωτερικό μαύρισμα δεν είναι κακό, ίσα ίσα δίνει αυτοπεποίθεση... άλλον αέρα.
Το εσωτερικό όμως πως να το εκμεταλευτώ; Μήπως να αρχίσω να γράφω ποιήματα...τα "μαύρα κοράκια-άσπρα κοράκια" έχουν ήδη γραφτεί...τι μου απομένει;
"Καλώς την μαύρη πέρδικα που περπατά λεβέντικα";
ή ...(κάτσε έχω έμπνευση)


"Τι όμορφα που ήτανε πέρσυ το καλοκαίρι
που κράταγα ένα στυλό και αγκίλωσε το χέρι
που ξεπατώθηκα διαβάζοντας χημεία
και η τσέπη ήταν αδειανή, δεν είχε ούτε μία"

"Μα φέτος από την τσέπη μου να' σου κάτι ξεπροβάλλει
γελάστηκα ήτανε μόνο ένα καβουροκεφάλι
Πότε θα λυθεί το οικονομικό, έχω απορία
Ασε να έρθει πρώτα το εκκαθαριστικό από την εφορία"

Σήμερα τα βλέπω όλα πολύ αισιόδοξα...πολύ όμως.

Για το τέλος σας αφιερώνω ένα χαρούμενο στιχάκι που εμπνεύστηκα από την γενική διάθεση ευφορίας που έχω σήμερα.

"Μαύρος θάνατος απλώθηκε στο μαύρο ουρανό
Μαύρο ποτάμι κυλάει, μαύρη και η θάλασσα θαρρώ"

Tuesday, July 05, 2005

ΠεςΤοΓρήγορα

ΜιάΤίγρηςΜεΤρίαΤιγράκια

Το gay μπλουζάκι Νο2 - Μουσικό Μέρος

Αποτέλεσε μεγάλη έμπνευση για τον ποιητή estarian το προηγούμενο post.
Είναι κρίμα να μείνει κρυμμένο στα σχόλια γι' αυτό το αναδημοσιεύω εδώ.

Για να το διαβάσετε απαιτείται χιούμορ...αλλιώς μην πάτε παρακάτω.
Είναι ένα σατυρικό τραγούδι για τα gay μπλουζάκια, αυτό μόνο.

"Σε ξαναείδα χτες ξανά, Μετρό Μοναστηράκι
και φόραγες το διαφανές, το gay σου το μπλουζάκι
σου κάνει πλάτες στιβαρές και στήθος σφριγηλό
τα μπράτσα σου αποκαλύπτει , και τον αφαλό.

Στραφτάλιζε στου ήλιου το πρωινό το φώς
και οι γύρω σου φωνάζαν, πως σκύβεις και τον τρώς

Gay μπλουζάκι, gay μπλουζάκι
έχεις ξεφύγει έγινες και 'συ ενα πουστράκι

Σαν του Μπιμπίλα το τι-σερτ μοιάζει ρε κακομοίρη
θα κονομήσεις γκόμενο, τον νταλικέρη Αργύρη
σιγά μη βάψεις και μαλλί με παρδαλή βαφή
φούστα στο τέλος θα φορέσεις, με στρας και κλαρωτή

Gay Μπλουζάκι, gay μπλουζάκι
Σε κράζαν απ' το Σύνταγμα
Ως το Μοναστηράκι

Το είδε ο πατέρας σου μωρή κατακραγμένη
που πούρα τσάμπα κέρναγε την προισταμένη
τι θα πεί ο άνθρωπος, το χάνει το κοπέλι
ο γιός του απο Ηρακλής βγήκε Λάιζα Μινέλι

Gay Μπλουζάκι, gay μπλουζάκι
βάψε μωρή παλιαδερφή
και κόκκινο νυχάκι"

Monday, July 04, 2005

Ο σερβιτόρος, η κανάτα και το κεφάλι μου

Ημερομηνία: Σάββατο 2/7/05
Ώρα: 22:34
Τοποθεσία: Ν. Κηφισιά
Το γεγονός: Δεξίωση Γάμου
Ενδυμασία: Τα καλά μου
Κόμμωση: Σαν να είχα μόλις βγεί από το αεροπλάνο της Wella Flex

Συνομιλούσα αμέριμνη με τους υπόλοιπους υψηλούς προσκεκλημένους στο στρογγυλό τραπέζι.
Οι σερβιτόροι μονίμως πάνω από τα κεφάλια μας σαν να μετρούσαν τις μπουκιές μας.
Μην τυχόν μισοαδειάσει το ποτήρι...να τσακιστούν να το γεμίσουν.
Μην ρίξεις στάχτη στο τασάκι...αμέσως να το αλλάξουν.
Μην σου πέσει τρίμμα ψωμιού στο τραπέζι...βσγίγκ με το ηλεκτρικό σκουπάκι να το μαζέψουν.

Και να πείς οτί δεν το' λέγα...μην πίνετε πολύ νεροοοό.
Μισοάδειασε η κανάτα...σκοτώθηκε ο αδέξιος σερβιτόρος να την απομακρύνει.

Κατά την διάρκεια της πτήσης της κανάτας, υπό την πλοήγηση του κουλαμένου σερβιτόρου, έγινε ένας λάθος χειρισμός του πηδαλίου...και άδειασε η κανάτα πάνω στο κεφαλάκι μου!!!

Μισό μπουκάλι Wella Flex + 250 ml νερό = 453ml δάκρυα γέλιου.

Ακολούθησαν αλυσιδωτές αντιδράσεις γέλιου από τους περισσότερους παρευρισκομένους.

Ο σερβιτόρος δεν πήρε χαμπάρι, αλλά όταν πλησίαζε τα διπλανά τραπέζια σηκώνονταν όλοι από τις θέσεις τους.

Ααα ρε κατακαϊμένη Αλεξάνδρα...μία φορά να μην σου τύχει μια αναποδιά και τι στο κόσμο!!!

Sunday, July 03, 2005

Το gay μπλουζάκι

Είναι μπλέ σκούρο, κοντομάνικο.
Με την πρώτη ματιά φαίνεται αξιοπρεπές....
Με την δεύτερη ματιά επίσης φαίνεται αξιοπρέπες....
Αν το σηκώσεις κόντρα στον ήλιο το βρίσκεις ύποπτο....
Μόνο αν φορεθεί διαπιστώνεις οτι είναι gay και μάλιστα καράgay

Έφτασε στα χέρια μας απο τον υπάλληλο ενός καταστήματος με ανδρικά ρούχα, που μας το έκανε δώρο γιατί προφανώς σηκώσαμε όλο το μαγαζί.
Μα τι γεναιοδωρία σκεφτήκαμε ευθύς...και τι όμορφο μπλουζάκι....ώ τι χαρά.

Το πήραμε στο σπίτι και το φροντίσαμε.
Με τα χεράκια μου το έπλυνα και μάλιστα με σουπλίν....διαπίστωσα μια ανωμαλία, αλλά δεν ήθελα να το καταδικάσω ακόμα.
Το άπλωσα στον ήλιο.... see through....γέλασα...δεν μπορεί λέω...ίσως φορεμένο να φαίνεται καλύτερο.
Το έβαλα στην ντουλάπα να ξεχειμωνιάσει μήπως και βάλει μυαλό.
Τζάμπα πήγε το δώρο.

Σε μια κρίση καθαριότητας που είχα το ξέθαψα.
Ζήτησα από το μωρό μου να το φορέσει....αρνήθηκε....χρησιμοποίησα όλα τα μέσα....κυρίως τα ανήθικα και τα κατάφερα.

Αποτέλεσμα:
Ο Nick και εγώ τ' ανάσκελα στο κρεβάτι να κλαίμε από τα γέλια....για περίπου είκοσι λεπτά να μην μπορούμε να συνέλθουμε....με το που τον κοιτούσα έλιωνα, γέλιο δυνατό, φωναχτό.

Ούτε ο Μπιρμπίλας τέτοιο μπλουζάκι!!!

Διηγηθήκαμε την ιστορία στους φίλους που φιλοξενήσαμε (στους και-γαμώ-περνάμε).
Δεν έδειχναν οτι πείστηκαν.
Έφερα το gay μπλουζάκι να το δούν.
Με βρίσανε....μα πάς καλά;;; ....φοβερό κομμάτι....!

Οκ φίλε φόρεσε το και αν δεν ξεραθείς πατώκορφα από το γέλιο τότε δικό σου, να το χαίρεσαι.

Από πίσω ήταν κύριος...θα μπορούσες να τον πείς και παλιομοδίτη.
Όταν γύρισε από μπροστά ξεσπάσαμε όλοι σε δυνατά γέλια...με διάρκεια.
Οι ρώγες φάτσα-φόρα...ο αφαλός επίσης.
Μόνο όταν είδε τον εαυτό του στον καθρέφτη κατάλαβε την γελοιότητα του θέματος...και φυσικά γέλασε πιο δυνατά και από εμάς.
Το έχασε το στοίχημα καθώς και το gay μπλουζάκι.

Το gay μπλουζάκι αποτελεί έναν άσσο στο μανίκι μου για να κάνω τους καλεσμένους μου να γελούν.
Εφόσον βέβαια κάποιος δεχθεί να το φορέσει.

Ποιός έχει σειρά παρακαλώ;;;

Saturday, July 02, 2005

"Το ντουλάπι με τα μπινελίκια"

Γουστάρεις να σου δίνουν μπινελίκια...
Τα ζητάς απεγνωσμένα σε ευαίσθητες στιγμές (και καλά) υπογλυκαιμίας...σε στιγμές μπυροκατάνυξης ή ουϊσκοκατάνυξης...όταν τα ξεκινάς δεν μπορείς να σταματήσεις....θέλεις κι' άλλο, κι' άλλο...

Σεμνά και ταπεινααααά, μην είστε πονηροιιιί... εξηγούμε:
Στην κατηγορία των μπινελικίων ανήκουν πάσης φύσεως
  • σοκολατοειδή (μαύρες, άσπρες, σκέτες, με φουντούκια, με φράουλα κτλ)
  • σοκοφρετοειδή,
  • κρουασανοειδή,
  • μπισκοτοειδή.
  • κίςς (all time classic)
  • τσόκο μπλούμ,
  • ντέρμπι,
  • πατατοειδή,
  • γαριδάκια (φουντούνια αγαπημένα)
  • ξηροκάρπια (φουντούκια,φουντούκια φουντούκια)

Το "ντουλάπι με τα μπινελίκια" είναι το πάνω-γωνιακό, δίπλα από το ντουλάπι με τα ποτήρια, με το λευκό πορτάκι.

Το "ντουλάπι με τα μπινελίκια" μου είναι πάντα άδειο.

Καμιά φορά στο super market στεκόμαστε με τον Nick μπροστά απο το μεγααααάλο ράφι με τα μπινελίκια και τα χαζεύουμε. Γιάμ-γιάμ...αλλά δεν βαριέσαι είμαστε fitness εμείς....δεν τα τρώμε από άποψη και λόγω τρόπου ζωής....ωραία η φιλοσοφία μας αλλά όταν πιάνει η λυγούρα να την χέ!ω.

Τσουλώντας το καρότσι για το ράφι με τους τόνους ρίχνουμε συνθηματικές ματιές ο ένας στον άλλον και με συνομωτικό χαμόγελο γυρίζουμε τρέχοντας, διαλέγουμε στα κλεφτά από ένα μπινελίκι, το οποίο θα μοιραστούμε σε στιγμές αδυναμίας κάποια στιγμή στο σπίτι, και ξαναφεύγουμε τρέχοντας προς την αντίθετη κατεύθυνση.

Εγώ συνήθως διαλέγω σοκοφρετοειδή-αγαπημένα μου και ο Nick συνήθως κάτι μικρό...οι τύψεις τον βαραίνουν....."ρε μωράκι αφού το παίρνεις που το παίρνεις ... πάρε κάτι μεγαλύτερο και πιο σοκολατένιο" γκρινιάζει το γκρί-γκρί του.

Την ίδια μέρα κιόλας τα τρώμε δίχως τύψεις...

Το "ντουλάπι με τα μπινελίκια" παραμένει άδειο.

Μιά επίσκεψη στην φίλη μου την sparilius-sparilius είναι σαν επίσκεψη σε παιδικό πάρτυ.

Ένα σας λέω...έχει τρία "ντουλάπια με μπινελίκια"!!!

Το ένα είναι για τα γλυκά μπινελίκια....πάνω από τον απορροφητήρα. Όταν το ανοίγω είναι σαν να είμαι στο super market στο γνωστό μεγαααάλο ράφι. Θυμάμαι πώς πρέπει να πάρω απορρυπαντικά, χαρτί τουαλέτας και ρύζι...και μετά επανέρχομαι...είναι απλώς το "ντουλάπι με τα μπινελίκια" της sparilius.

Οποία τάξη επικρατεί εκεί μέσα....καμιά δεκαπενταριά σοκοφρέτες κανονικές, η μία πάνω στην άλλη...άλλες τόσες με φουντούκια. Δίπλα ακριβώς οι κίςς, παραδίπλα τα τσόκο- μπλούμ. Όλα τοποθετημένα με ευλάβεια.

Το δεύτερο "ντουλάπι με τα μπινελίκια" τα αλμυρά είναι απέναντι ακριβώς. Ο χορός των τριγλυκεριδίων....είναι τόοοοσα πολλά που αν ανοίξεις με θάρρος το πορτάκι σου πετάγονται κατά πάνω σου. Φουντούνια, δρακουλίνια, πατατάκια με διάφορες γεύσεις, ποπ κόρν και πιτσίνια.

Το τρίτο είναι "ντουλάπα με μπινελίκια" περιλαμβάνει ότι και το δεύτερο κατά σειρά απαγορευμένο ράφι στο super market: τα αναψυκτικά και τις μπύρες.

Πόσα αναψυκτικά μπορείς να θυμηθείς;;; Εκεί μέσα υπάρχουν όλα!!! Σε όλες τις γεύσεις και σε όλα τα μεγέθη.

Μισό...έρχομαι....

.

.

.

.

.

Μια ματιά στο "ντουλάπι με τα μπινελίκια" μου έριξα αλλά παραμένει άδειο. Έβαλα μόνο ένα κρύο χυμό (όχι μπανάνας) να μου φύγουν οι καημοί.

Άνθρωπος είμαι και εγώ, δεν είμαι από πέτρα...ραγίζω, σπάω....ένα δάκρυ κυλά στο πρόσωπο μου....θέλω και εγώ πού και πού τα μπινελίκια μου.