Wednesday, August 30, 2006

Ζούγκλα


Λίγο πιο έξω από την πόλη των Ιωαννίνων, στο χωριό Θεογέφυρο, υπάρχει μια μικρή ζούγκλα.
Περίμενα πως από στιγμή σε στιγμή θα μου επιτίθονταν ένα τεράστιο ανακόντα και πως θα με έσωζε ανέλπιστα ο Ταρζάν σκούζοντας ΟΟΟ-οοο-ΟΟΟ-οοο.
Για λίγο ένοιωσα σαν την Τζέϊν.
Μετά ήθελα να είμαι η Τσίτα και να σκαρφαλώσω στα δέντρα. Ύστερα ήθελα να μεταμορφωθώ σε πέστροφα και να κάνω βουτιές.
Τελικά αποφάσισα να παραμείνω η alex, έβγαλα τα παπούτσια και τσαλαβούτηξα για λίγο στο παγωμένο ποτάμι και αργότερα τσάκισα, στην κοντινή καφετέρια, γλυκό του κουταλιού-βύσσινο.

Friday, August 11, 2006

Πατρίδα... αχ...


Γη ή νερό;
Πράσινο ή μπλε;
Τόπος ή άνθρωποι;
Τι είναι η πατρίδα τελικά;

Όσο ξεμακραίνω από τις ρίζες μου τόσο πονάω. Δέντρα οι άνθρωποι, έχουν ρίζες που ποτίζονται με αγάπη και καρπίζουν σε φιλόξενη γη.
Και εγώ ξεριζωμένη να προσπαθώ να ριζώσω σε τσιμεντένια.

Η αγκαλιά της μάνας, το φιλί στο μέτωπο του πατέρα, η παιχνιδιάρικη τρικλοποδιά του αδερφού, εγώ σαν θεία-γαϊδουρίτσα με τα δυο μου ανίψια στην πλάτη. Που να τα βρω αν δεν γυρίζω πίσω;

Ο δρόμος από το χωριό μου ως το διπλανό που πάω συχνά με το ποδήλατο, που με κυνηγάνε τα τσοπανόσκυλα και αρχίζω την ορθοπεταλιά για να γλιτώσω. Το σπήλαιο όπου πάω με τους παιδικούς μου φίλους κάνοντας κοπάνα από το σχολείο, ως την μέρα που σβήσανε τα φώτα και είδαμε πως είναι το απόλυτο σκοτάδι.

Η πόλη. Η πόλη που λατρεύω.
Κατεβαίνοντας την Δωδώνης δεξιά έχει έναν φούρνο με ξύλα με την καλύτερη τυρόπιτα. Μυρίζει όλη η γειτονιά.
Λίγο πιο κάτω το μικρό πάρκο μπροστά από το ξενοδοχείο με τα μεγάλα πλατάνια. Ξαφνικά κάνει τόση δροσιά.

Κάθομαι στα σκαλιά της Νομαρχίας όπου έχω ραντεβού. Κοιτώ το σιντριβάνι που είναι παγωμένο κάθε χειμώνα.
Συνεχίζω στην Αβέρωφ όπου το ρολόι πάει πάντα λάθος και χάνω το λεωφορείο.
Αριστερά πίσω από το άγαλμα πηδάω μία μάντρα, ανεβαίνω τα σκαλιά, ανεβαίνω στην τσουλήθρα και σλουπ γλιστράω στο πλακόστρωτο απ' όπου βλέπω την πόλη από ψηλά. Παίρνω βαθιά ανάσα και κατηφορίζω στον δρόμο για τον παραλίμνιο.
Παγωτό χωνάκι, ανάμικτο από τον Νούσια και παγκάκι δίπλα από τα καραβάκια που πάνε στο Νησί.
Και είμαι σπίτι μου.

Όλα είναι λάθος. Ο χρόνος, ο τόπος...
Ο φούρνος δεν υπάρχει πια, το ξενοδοχείο και το πάρκο έχουν κλείσει. Τα πλατάνια δεν δροσίζουν κανέναν περαστικό.
Το σιντριβάνι το γκρεμίσανε, ανακαινίζουν την πλατεία για να την κάνουν πάρκιγκ.
Ο παραλίμνιος δρόμος βουίζει από τα αυτοκίνητα και την μουσική από τις καφετέριες.
Και εγώ δεν είμαι σπίτι μου.

Όλα τα ρήματα είναι λάθος.
Έκανα ποδήλατο - με κυνηγούσαν τα τσοπανόσκυλα - έκανα κοπάνα - κατέβαινα την Δωδώνης - καθόμουν στα σκαλιά της Νομαρχίας- έχανα το λεωφορείο - .... έκανα τσουλήθρα.
Μόνο το επισκευασμένο ρολόι απέναντι από το Δημαρχείο μετράει σωστά τους τέσσερις μήνες που έχω να πάω Γιάννενα.
Πονάω για την πόλη μου με έναν ανεξήγητο τρόπο, όπως πονάνε όλοι όσοι είναι μακριά της.

Αύριο ξημερώματα επιστρέφω στην γη μου για να φύγω σε δύο μέρες βουρκωμένη.
Να κουνήσω το χέρι μου μέσα από το αυτοκίνητο καθώς θα ξεμακραίνω από το σπίτι μου και για να κλάψω με λυγμούς όταν δεν θα με βλέπει πια η μητέρα μου.
Πάω για να φύγω.
Αλλά όσο θα είμαι εκεί η αγάπη τους και τα γαργαριστά γέλια των ανιψιών μου θα γεμίσουν την καρδιά μου για να αντέχει μετά τον πόνο.

- Αλετσάντρα σα' σεις;
- Θα έρθω.
- Πότε;;;
- Σε λίγες μέρες.
- Σε πόσες λίγες μέρες;
- Σε πολύ λίγες μέρες.
- Σα σου δείξω και τα τουνελάκια που έκανε η τουνέλα.
- Να μην τα βασανίζεις, εντάξει;
- Όοοχι, δεν τα βασανίζω εγώ... λίγο μόνο.
- Αχ... εμένα βασανίζεις.
- Όοοχι, σε αγαπάω εγώ.
- Και εγώ.
- Πότε σα' σεις;
- Σε λίγες μέρες.
- Σε πόσες λίγες μέρες;;;
.
.
.
.
.
ΑΥΡΙΟ!