Thursday, July 07, 2005

Αγαθονήσι '98 #2 - Ζέφυρος

Η υπο-κατασκήνωση μου ονομάστηκε Ζέφυρος.
Οι υπόλοιπες δεν θυμάμαι πως, αλλά είχανε ονόματα ανέμων.
Είχαμε το ποιο όμορφο όνομα και επίσης το ποιο όμορφο αγόρι (μισός Γάλλος, παίζει ρόλο μην νομίζετε) ολόκληρης της κατασκήνωσης.
Αδυνατώ να θυμηθώ το όνομα του (τελικά τίποτα δεν θυμάμαι η Αλεξχάϊμερ) αλλά όλες οι πιτσιρίκες τον θέλανε τρελά.
Εννοείτε ότι κάναμε φοβερή παρέα εμείς οι δύο (ένας ακόμα όμορφος άνδρας που δεν με είδε σαν γυναίκα).

Η πρώτη μέρα (όπως και όλες οι υπόλοιπες) ξεκίνησε νωρίς το πρωί.
Πρωινό με ζεστό νες-καφέ και ψωμί με μαρμελάδα βερίκοκο, την έτρωγα με μεγάλη ευχαρίστηση, λες και είχε άλλη γεύση, σπιτική (ίσως επειδή την έβλεπε ο ήλιος για μερικές μέρες)
Φτιάξαμε τις υποομάδες και καθορίσαμε τις υπευθυνότητες μας (τις αγγαρείες δηλαδή).
Κάθε μέρα είχαμε και μια διαφορετική αγγαρεία να φέρουμε εις πέρας για να μην μείνει κανένας παραπονεμένος (και δεν του τύχει να καθαρίσει τις τουαλέτες).

Ακολουθούσε μια δραστηριότητα, για παράδειγμα κατασκευή αντικειμένων για την κατασκήνωση. Φτιάξαμε με τα χεράκια μας ξύλινη πύλη για την είσοδο της κατασκήνωσης, σκουπιδοτενεκέδες, τέντες για δροσιά, ράφια για την κουζίνα, ράφια για το πλυσταριό κάθε υπο-κατασκήνωσης και πολλά χρήσιμα και άχρηστα αντικείμενα.

Όλα αυτά μέσα στον ήλιο, ντάλα κατακαλόκαιρο.

Οι άτυχοι μαγείρευαν για 100 και πλέον στόματα.
Φαντάζεσαι πόσες πατάτες έπρεπε να καθαρίσεις;
Πόσα κιλά μακαρόνια να ανακατέψεις σε ένα καζάνι;
Πόσα κιλά τυρί να τρίψεις; (σε έναν γιγάντιο τρίφτη)

Οι άλλοι άτυχοι της ημέρας ήταν οι νερουλάδες.
Έπρεπε να κουβαλάνε νερό όπου αυτό χρειαζόταν. Μα για τις τουαλέτες, μα για το πλύσιμο πιάτων, όπου και αν έπρεπε ήταν απίκο με ένα μπουκάλι ή έναν κουβά στο χέρι.
Μας είχε εφοδιάσει νερό ο στρατός με μεγάλα φορτηγά-βυτία. Γεμίσαμε δύο μεγάλες μαύρες δεξαμενές που τις χτύπαγε ο ήλιος όλη μέρα. Δέντρα δεν υπήρχαν και τα υλικά για σκέπαστρο μας είχαν τελειώσει. (τι να σου κάνει και το δέντρο, 40 υπό σκιά είχε)
Το νερό ήταν πάντα έτοιμο. Tea is served.

Οι τουαλέτες ήταν χημικές. Στην εσωτερική πλευρά τις πόρτας (του αντίσκηνου δηλαδή) είχαν κολλήσει και οδηγίες χρήσης. Χρειαζόσουν τουλάχιστον Μεταπτυχιακό για να τις χρησιμοποιήσεις.

Κάθε βράδυ οι άλλοι τυχεροί έπρεπε να τις καθαρίσουν.
Ένα βράδυ πήρα την κιθάρα (που δεν ξέρω να παίζω) του Θοδωρή και τους έκανα καντάδα εν ώρα εργασίας και χαράς.
Με σιχτίρισαν, με απείλησαν πως θα με πνίξουν στο σκατό και έγινα καπνός.
Όταν ήταν η σειρά της δικής μου ομάδας να καθαρίσει, εμένα (που με βλέπεται για καλό κορίτσι και κατά βάθος είμαι ένας μεγάλος λουφαδόρος και αρχιλαμόγιο) μου τύχαιναν διάφορα σοβαρά προβλήματα “αχ δεν μπορώ έχω ζαλάδες, μάλλον μου έπεσε η πίεση ,το σάκχαρο…με φώναξε η αρχηγός και πρέπει να πάω…έχω ένα meeting, έχω ένα επείγον τηλεφώνημα”(δεν υπήρχαν τηλέφωνα και αν υπήρχαν δεν είχαν σήμα). Και κάπως έτσι την γλίτωνα την Καλλιόπη.

Το μεσημέρι τρώγαμε κάτω από λίγα ξεπουπουλιασμένα δέντρα που ήταν πιο δίπλα. Είχα διαλέξει μια ωραιότατη στρογγυλή ανατομική πέτρα για να θρονιαστώ.
Τσακωνόμουν κάθε μεσημέρι με τον Δημήτρη για το ποιος θα βάλει τον πισινό του στην πέτρινη πολυθρόνα (θυμήθηκα πως έλεγαν τον μισό-Γάλλο, επίσης θυμήθηκα ότι τότε δεν είχα σχέση με τον Nick, οπότε μπορώ να ομολογήσω ότι με είδε σαν γυναίκα το κουκλί αλλά άγνωστο γιατί εγώ-το ζώον την είχα δει φιλικά).
«Αυτή η πέτρα φίλε, μου ανήκει…εδώ έκατσε ο πρόγονος μου ο Κατσαντώνης» άσχετο αλλά πάντα γελούσαμε.



Το μεσημέρι είχαμε ξεκούραση ή αλλιώς πατητές.
Κολυμπούσαμε με τις ώρες…ήταν ο μόνος τρόπος για να κρατηθούμε δροσεροί.

Το απογευματάκι ήταν η ώρα άλλων δραστηριοτήτων. Υποτίθεται δραστηριοτήτων προσφοράς για το νησί.
Έπρεπε να δηλώσουμε σε πια από όλες θα πηγαίναμε. Μπορούσαμε να διαλέξουμε την κατασκευή τραπεζιών και πάγκων για την πλατεία του χωριού, το βάψιμο της εκκλησίας, την ψυχαγωγία των παιδιών του χωριού (θα κάναμε μια εκδήλωση πριν φύγουμε και θα ανέβαζαν ένα θεατρικό έργο, με τίποτα εγώ σε τέτοια δραστηριότητα)
Εγώ όμως το κακόμοιρο καθότι χάζευα μονίμως δεν πρόλαβα να δηλώσω την κατασκευή τραπεζιών και κατέληξα στην χειρότερη δραστηριότητα: «διάνοιξη μονοπατιών και κατασκευή πινακίδων» έλεγε ο πίνακας.
Φτουυυύ πάλι θα σκάβω.

Το πρώτο απόγευμα έδωσα το παρόν, δεν είχα άλλη επιλογή.
Τάχα με πόνεσε η μέση μου και την έκανα Λούης.
Από τότε δεν με ξαναείδανε. Με ψάχνανε πότε στα μαγειρεία, πότε στην εκκλησιά…ή όπου δήλωνα ότι θα ήμουν κάθε φορά.
Μαζί με τον Δημήτρη και κάτι άλλους χαζομέρηδες λιαζόμασταν σε μια κρυφή παραλία.

Όταν πια είχανε στρώσει τα πράγματα και η κατασκήνωση λειτουργούσε ρολόι άρχισε η ώρα του παιδιού και της χαράς.
Κάθε μέρα είχαμε και κάτι διαφορετικό να κάνουμε.
Βόλτα με το ιστιοπλοϊκό, το γύρο του νησιού με καΐκι , αεροβική στην θάλασσα (με τον γυμναστή-φέτες, ούτε αυτόν δεν θυμάμαι πως τον λένε).

Οδηγούσα το ιστιοπλοϊκό (απλά κρατούσα το τιμόνι, μην φανταστείτε τίποτα σπουδαίο) και είχε ολίγον τι κύμα.
Για να τρομάξω τα κοριτσάκια φώναξα «δαγκώστε τις ταυτότητες…δαγκώστε τις ταυτότητες»…και τις τρόμαξα.
Αφού ξέσπασα σε γέλια με ρώτησαν γιατί τις ταυτότητες.
«Για να αναγνωρίσουν το πτώμα σου βρε στούρνε»
«Αααααα» ήταν η απάντηση.

Ο γύρος του νησιού θα μου μείνει αξέχαστος.
Κόντεψα να βγάλω όλα τα εντόσθια μου από το κύμα που είχε όταν πιάσαμε την μεριά του Αιγαίου. Καθώς φοβάμαι την θάλασσα ανέλαβε ρόλο συμπαραστάτη ο Θοδωρής από Λαμία, ως ανταπόδοση που του περιποιήθηκα τις ακίδες που είχαν μπει στα δάχτυλα του τις προηγούμενες μέρες.
Φτάσαμε σε έναν οικισμό που μάλλον λεγόταν Καθολικό (αλλά δεν παίρνω και όρκο). Ο οικισμός αποτελούνταν από ένα σπίτι που ήταν ταυτόχρονα καφενείο και ψαροταβέρνα.
Φιλόξενοι άνθρωποι, ήπιαμε ελληνικό καφέ και βάλαμε πλώρη για μια μαγευτική παραλία.

Σταματήσαμε το καΐκι αρκετά μακριά από την παραλία για να κολυμπήσουν στα βαθιά οι δεινοί κολυμβητές (όχι εγώ).
Είχα μείνει μόνη (νόμιζα) στο κατάστρωμα, καθόμουν στο πλαϊνό του καϊκιού με τα πόδια προς τα έξω.
Κορόιδευα τους υπόλοιπους και φώναζα «καρχαρίας τρέχτε να σωθείτε».
Μέχρι που ο καπετάνιος μου έδωσε μια γερή σπρωξιά και βαφτίστηκα μα-λά-κας στα νερά του Αιγαίου.
Πίστεψα πως θα πάθω ανακοπή από τον φόβο μου.
Αλλά για ακόμη μια φορά το ακράδαντο επιχείρημα «τόσοι είμαστε εμένα θα φάει ο καρχαρίας;» λειτούργησε και κολύμπησα και έπαιξα με την ψυχή μου.

Την τρίτη μέρα τελείωσε το...

4 comments:

Κωστής said...

Μιλάμε για πολύ λούφα!!!

Μπράβο παιδί μου...

Τιμάς τα ιδανικά της φυλής σου!!

Μια μέρα θα πας πολύ μπροστά!!! :-ρρρ

Anonymous said...

ξεξεξεξεκώλα

Stefanos said...

Είσαι όντως λουφαδόρισα γκράντε, έτσι?
Πάντως εγώ απεχθάνομαι την ελεύθερη κατασκήνωση... Και εδώ που τα λέμε και το οργανωμένο κάμπινγκ.. προτιμώ δωματιάκι, ντουζιέρα δική μου, και το βασικότερο : δεν θέλω ο κώλος μου να αιωρείται όταν δημιουργεί!

alex said...

Λουφαδόρισα γκράν γκινιόλ (δεν ξέρω τι σημαίνει αλλά μάλλον κάτι μεγάλο).

Εξαρτάται με ποιόν πας διακοπές.
Αν πας με σύντροφο μάλλον δεν λέει.
Ειδικά αν αρέσκεσαι στο να ανάβεις κεριά την νύχτα..τότε προσφέρεις ένα δωρεάν κουκλοθέατρο στους υπόλοιπους της κατασκήνωσης.

Με την κολλητή μου περάσαμε απίστευτα καλοκαίρια σε διάφορα κάμπινγκ. Πάντα όμως οργανωμένες.
Με τους Οδηγούς πάντα ελεύθερο...αλλά το οργανώναμε εμείς.
Και εμένα με χαλάει η αιώρηση μην νομίζεις :)