Friday, January 06, 2006

"Θα σε ξεχνώ κάθε μέρα"

Ξαπλωμένη στον καναπέ, σκεπασμένη με κουβέρτα, δίπλα μου ένα μικρό πορτατίφ.
Στο τραπεζάκι μία κούπα με καφέ, τασάκι, καπνός, φιλτράκια, χαρτάκια και αναπτήρας.
Κινητό κλειστό.

Ανοίγω το βιβλίο.
Ξεκινώ ένα ταξίδι.

Ακούω το γέλιο μου να επιστρέφει μετά την βόλτα του στο άδειο σπίτι.
Σκουπίζω τα δάκρυα που απέκτησαν μια αυτονομία.
Συγκινούμε και γελώ.
Γελώ και συγκινούμε.
Για ακόμα μια φορά με παρασέρνει το παιχνίδι των λέξεων του Βασίλη Αλεξάκη.

Πριν χρόνια, ίσως 8 ή 9, με θυμάμαι στην Ζωσιμαία Βιβλιοθήκη στον διάδρομο με τους Έλληνες συγγραφείς. Στο ράφι "Α" ξεχώρισα ένα μικρό κόκκινο βιβλίο.
"Πριν"
Ακούμπησα πάνω στην βιβλιοθήκη και το άνοιξα. Δεν έχω ιδέα πόση ώρα πέρασε. Κουνήθηκα από την θέση μου μόνο και μόνο γιατί το μούδιασμα είχε γίνει ανυπόφορο.
Σκυφτή και χωρίς να πάρω τα μάτια μου από το βιβλίο έφτασα στο γραφείο για να το δανειστώ. Μηχανικά έβγαλα την κάρτα μου από την τσάντα, έδωσα το βιβλίο, καταχώρησαν τα στοιχεία και έφυγα.

Σκυφτή έφτασα στο σπίτι.
Πέρασα από το περίπτερο για τσιγάρα. Ο Λάμπρος, ο περιπτεράς, μου έλεγε για τον βραδινό αγώνα του Παναθηναϊκού, "ναι ναι" απαντούσα αδιάφορα.
Αφού έφτασα σπίτι κατάλαβα πως με κέρασε και μια σοκολάτα.
Έβγαλα τα παπούτσια, ξάπλωσα στο κρεβάτι και ακούμπησα τα πόδια μου ψηλά στον τοίχο.
Γελούσα, συγκινούμουν και μούδιαζα.

Σε λίγες ώρες είχα τελειώσει το βιβλίο, την επόμενη μέρα το επέστρεψα αλλά το σκεφτόμουν για καιρό.
Έκανα το λάθος να μην σημειώσω κάπου το όνομα του συγγραφέα και σε λίγους μήνες το είχα ξεχάσει. Δεν φημίζομαι για την δυνατή μου μνήμη σε τέτοια θέματα.
Γύρισα όλα τα βιβλιοπωλεία των Ιωαννίνων, επισκεπτόμουν συχνά την βιβλιοθήκη.
Έλεγα "θέλω το Πριν, η ιστορία του είναι έτσι και έτσι και αλλιώς..."
Δεν το ήξερε κανείς.
Δύο χρόνια μετά και αφού είχα φύγει πια από τα Γιάννενα, επέστρεψα στην Ζωσιμαία. Ακούμπησα στην βιβλιοθήκη, στον διάδρομο με τους Έλληνες συγγραφείς, στο ράφι "Α" και το μικρό κόκκινο βιβλίο ήταν εκεί. Μου φανερώθηκε.

Από τότε κάθε φορά που αγοράζω ή δανείζομαι βιβλίο του Αλεξάκη περιμένω να πάει απόγευμα, να ανάψω ένα μικρό πορτατίφ, να πάρω δίπλα μου καφέ και τσιγάρα, να κλείσω τα τηλέφωνα και να μουδιάσω.
Να ταξιδέψω.